Powered By Blogger

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Μιλώντας πολιτικά

Γνωρίζω ότι ίσως φανεί παράξενη η ανάρτηση ενός άρθρου με αμιγώς πολιτικό περιεχόμενο σε ένα λογοτεχνικό ιστολόγιο. Ωστόσο, οι εξελίξεις στην πατρίδα μας είναι τέτοιες που καθιστούν αναγκαία μια τοποθέτηση σε σχέση με το πολιτικό γίγνεσθαι των ημερών και μάλιστα από μια συλλογικότητα που συμμετέχει ενεργά στον κοινωνικό βίο, όπως η δική μας. Εισερχόμενος στο θέμα του άρθρου θα εστιάσω αρχικά στην πολιτική κουλτούρα της εποχής μας, προκειμένου να καταλήξω σε κάποια συμπεράσματα για την αντι-μνημονιακή συγκέντρωση της Κυριακής 12-2-2012 στο Σύνταγμα.

Αφετηρία της συλλογιστικής μου αποτελεί η διαπίστωση ότι στο σύνολο της υπανάπτυκτης πολιτικής μας κουλτούρας υπάρχουν εμφανείς διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα, είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι δυνάμεις της Αριστεράς διαθέτουν φορείς με ισχυρή πολιτική συνείδηση, άρτια οργάνωση και δυνατότητα άρθρωσης πολιτικού λόγου ο οποίος, ασχέτως αν συμφωνούμε ή όχι μαζί του, βασίζεται σε αξίες και διαθέτει προτάσεις. Χρεώνω, ωστόσο, και στην Αριστερά μέρος της υπανάπτυξης που χαρακτηρίζει την ελληνική πολιτική κουλτούρα. Κι αυτό για τον λόγο ότι λειτουργεί σαν μηχανισμός. Καλοκουρδισμένος σίγουρα και ανθεκτικός στους κραδασμούς. Ωστόσο, μηχανισμός. Μηχανισμός που, πέρα από την τυπική εφαρμογή και ακολουθία κάποιων λειτουργικών μεθόδων, αδυνατεί να διαισθανθεί την πληρότητα του πολιτικού βίου, να φανταστεί νέες απαντήσεις στα ερωτήματα που προκύπτουν, να συνειδητοποιήσει με ταχύτητα τις εξελίξεις και να προτείνει με αμεσότητα εύστοχες λύσεις.

Πέρα από την Αριστερά, στο πεδίο το οποίο καταλαμβάνουν οι δυνάμεις που εκφράζουν το φιλελεύθερο πλαίσιο, υφίσταται πλήρης πολιτική λειψυδρία. Ο Φιλελευθερισμός μπορεί στην δυτική Ευρώπη, μετά από σκληρές ιδεολογικές μάχες και στρατιωτική επιβολή, να αποτυπώθηκε ως κυρίαρχη πολιτική θεωρία στην πολιτική καθημερινότητα και να εξέφρασε το μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών αντιλήψεων, στην Ελλάδα όμως παρέμεινε εξαρχής σε απόσταση από τον συλλογικό ψυχισμό. Οι λόγοι είναι πολλοί και χρίζουν ενδελεχούς έρευνας που δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί σε αυτό το άρθρο.

Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε προς το παρόν είναι να σημειώσουμε επιγραμματικά πως η φιλοσοφική δομή του Φιλελευθερισμού που συνοψίστηκε στην ατομικιστική αντίληψη για την ανθρώπινη φύση, στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς και στην πίστη ότι το κράτος αποτελεί έναν τεχνικό-διοικητικό μηχανισμό που οφείλει να ασκεί κυριαρχία στο όνομα του λαού - και ταυτόχρονα σε απόσταση από αυτόν, προς αυτόν (προς τον λαό, δηλαδή) -, δεν γονιμοποιήθηκε ποτέ στο πνευματικό περιβάλλον και στο ψυχικό δυναμικό της πατρίδας μας. Έτσι, μολονότι είναι σαφές ότι πάνω στην θεωρία του Φιλελευθερισμού αρθρώνεται το πολιτικό σύστημα του δυτικού κόσμου - με την τάση της παγκοσμιοποιήσεώς του να εξαπλώνεται αστραπιαία - στην χώρα μας οι περισσότεροι «Φιλελεύθεροι» αρκούνται σε μια οικονομιστική επιχειρηματολογία. Στις λίγες περιπτώσεις που μιλούν χωρίς να χρησιμοποιούν οικονομικούς όρους οι αναφορές τους εστιάζουν στο νομικό πλαίσιο (πχ. επικαλούνται την συνταγματική νομιμότητα του αστικού κράτους) και στο διεθνές σύστημα (πχ. εφόσον το διεθνές περιβάλλον είναι «φιλελεύθερου» προσανατολισμού, οφείλει να είναι και το δικό μας τέτοιο). Σε κάθε περίπτωση, η συμπεριφορά τους είναι απολογητική (του τύπου, «αντιλαμβάνομαι ότι ο Φιλελευθερισμός έχει μειονεκτήματα, αλλά τι να κάνουμε, αφού αυτός επικράτησε ας προσπαθήσουμε να τον εξυγιάνουμε»)[1], η συνεισφορά τους στον πολιτικό δημόσιο λόγο της χώρας σχεδόν μηδαμινή και η ευθύνη τους για την καχεξία της πολιτικής μας κουλτούρας δεδομένη.

Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα αν εισέλθουμε στην «επικράτεια» του Συντηρητικού και του Εθνικιστικού χώρου. Κι αυτό είναι που μου προκαλεί μεγάλη απογοήτευση, όχι μόνο γιατί είναι οδυνηρό να ομολογεί κανείς την ανεπάρκεια κάτι «δικού του» αλλά και γιατί ο χώρος αυτός υπήρξε αρχετυπικά Θεωρητικός. Ο χώρος του οποίου τα θεωρητικά νάματα εκρέουν από πολιτιστικές και πολιτικές πηγές, ο χώρος του οποίου η αισθητική είναι σχεδόν συνειδητά αντι-οικονομιστική, ο χώρος που γεννήθηκε από τον «φαντασιακό ιδεαλισμό» της πολιτικής θεωρίας του Ρομαντισμού, σήμερα στην χώρα μας δεν εκφράζει πολιτικό λόγο και ευθύνεται τα μέγιστα για την υπανάπτυξη της πολιτικής μας κουλτούρας.

Παραδομένος σε γραφικούς και ημιπαράφρονες διαμορφωτές γνώμης, δέσμιος εξωφρενικών συνομωσιολογιών, επιρρεπής σε τάσεις μεσσιανισμού (εξωγήινοι, «ξανθά γένη», μυστικά όπλα, τανκς, αόρατοι Έλληνες κρυφών ομάδων, ο Θεός ο ίδιος ή ακόμη και αρχαίοι θεοί, όλοι επικαλούνται ως δυνητικοί διαμορφωτές ενός καλύτερου αύριο, ποτέ όμως η βούληση του ίδιου του Έλληνα πολίτη), ανίκανος να αποτινάξει νοσηρά κατάλοιπα που εμποδίζουν την μετουσίωση του πατριωτικού συναισθήματος σε αυθεντικό εθνικιστικό λόγο και το εκφυλίζουν σε ακροδεξιά φληναφήματα, καταφύγιο ανθρώπων του υποκόσμου και κοινωνικών κατακαθιών, «τσίρκο γελωτοποιών της πολιτικής», γυμνός από διανόηση και αγωνιστικότητα, ο ελληνικός εθνικιστικός χώρος της εποχής μας παρουσιάζει αμυδρά ίχνη πραγματικής πολιτικής ζωής χάρη στην τεχνητή αναπνοή που του προσφέρουν ελάχιστοι, σκόρπιοι και αυτονομημένοι ρομαντικοί.

Η όλη κατάσταση που προσπάθησα να συνοψίσω στις παραπάνω παραγράφους εκτιμώ ότι αποτυπώνει την υπανάπτυξη της πολιτικής μας κουλτούρας και καταδεικνύει κάποιες από τις αφετηρίες της. Ωστόσο, εκείνες που δημιουργούν τα άμεσα προβλήματα στην καθημερινή μας ζωή δεν είναι οι αφετηρίες αλλά οι συνέπειες της κουλτούρας αυτής. Μια εξ αυτών των συνεπειών ήταν η εξέλιξη (και η κατάληξη) της πάνδημης διαμαρτυρίας που έλαβε χώρα στο κέντρο των Αθηνών την Κυριακή 12-2-2012. Είναι, πιστεύω, αναμφίβολο πως αν η πολιτική μας κουλτούρα διέθετε άλλη ποιότητα δεν θα βιώναμε την πολιτική ύβρη και το αίσχος που συντελέσθηκε το απόγευμα της Κυριακής από την κρατική εξουσία εις βάρος μας. Η περιγραφή των όσων έλαβαν χώρα, εκτιμώ ότι θα δικαιώσει αυτή μου την θέση.

Την Κυριακή, γύρω στις 16:30, περπατούσα με την μητέρα μου στην Πλάκα και μιλούσα στο τηλέφωνο με τον Αργασταρά, τον Στέφανο και τα άλλα παιδιά της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ που ήταν ήδη στο Σύνταγμα, ενημερώνοντάς τους ότι σε δέκα λεπτά θα ήμουν κοντά τους με τα φυλλάδια, τις αφίσες και τις σημαίες της Λέσχης. Στρίβοντας σε ένα από τα όμορφα πλακόστρωτα σοκάκια βγήκαμε στην λεωφόρο Αμαλίας…και αυτό που αντικρίσαμε ήταν πρωτόγνωρο! Μισή ώρα πριν την προγραμματισμένη έναρξη της συγκέντρωσης ο κόσμος έφτανε πιο κάτω από την διασταύρωση με την οδό Φιλελλήνων. Όταν προσεγγίσαμε την πλατεία Συντάγματος υπολογίσαμε ότι το πλήθος, λαμβάνοντας υπόψη και την (παρα)συγκέντρωση της πλατείας Ομονοίας, ξεπερνούσε τις 100.000. Κι όσο η ώρα περνούσε, η προσέλευση συνεχιζόταν με ρυθμό αυξανόμενης έντασης. Την Δευτέρα άκουσα σε βρετανικό μέσο μαζικής ενημέρωσης ότι ο κόσμος μετά τις 17:00 υπολογιζόταν γύρω στις 150.000.

Kι όμως, στα ελλαδικά ισχυρά Μ.Μ.Ε μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε ειπωθεί κουβέντα. Χωρίς να θέλω να υπερβάλω, θεωρώ ότι αν τα πράγματα εξελίσσονταν με ομαλότητα, μέχρι το βράδυ ο κόσμος θα είχε γίνει περισσότερος από μισό εκατομμύριο. Κι αν συνυπολογίσουμε ότι πολλοί απ’ όσους έμειναν στο σπίτι το έκαναν για διάφορους λόγους κι όχι γιατί συμφωνούν με την μνημονιακή προοπτική, τότε γίνεται σαφές πως δεν μιλάμε για μια απλή διαδήλωση μα για μια συλλογική κατάθεση ενός απόλυτου και επιτακτικού εθνικού αιτήματος. Όπως είναι κατανοητό η συμβολική αξία ενός τέτοιου γεγονότος θα ήταν σημαίνουσα, ίσως και καταλυτική. Ωστόσο, όπως όλοι οι υποψιασμένοι περιμέναμε, η σκηνοθετημένη διάλυση της συγκέντρωσης δεν άργησε να ξεκινήσει.

Δηλώνω κατηγορηματικά, αν και νομίζω πως δεν χρειάζεται, ότι αν υπάρχει έστω και μισός Έλληνας που πιστεύει τους ισχυρισμούς της Αστυνομίας, θα πρέπει αμέσως να πάψει να εξαπατά τον εαυτό του. Ήμουν πολύ κοντά στο σημείο που, γύρω στις 17:20, βρέθηκαν ο Γλέζος με τον Μίκη Θεοδωράκη. Μόλις οι δυο ηλικιωμένοι άντρες έφτασαν μπροστά από τις γραμμές των ΜΑΤ, που έφραζαν το δρόμο προς το κοινοβούλιο, δημιουργήθηκε μια κινητικότητα. Κάποιοι πιο ενθουσιώδεις διαδηλωτές φώναξαν συνθήματα και πέταξαν ένα νεράντζι(!) και ένα άδειο, πλαστικό μπουκάλι νερού(!) προς τη Βουλή. Τίποτε περισσότερο. Τίποτε άξιο λόγου. Σε τελική ανάλυση η ίδια η παρουσία των δυο υπερηλίκων αντρών, με την συνοδεία αρκετών φίλων τους σε εκείνο το σημείο, ήταν από μόνη της αποτρεπτική για την δημιουργία οποιουδήποτε επεισοδίου.

Ωστόσο, η εντολή για το πνίξιμο της λαϊκής βούλησης είχε μόλις δοθεί. Τα ένστολα αθύρματα, που εκφυλίζουν το αστυνομικό λειτούργημα και ευτελίζουν το εθνόσημο, άρχισαν να ρίχνουν αλλεπάλληλα -και χωρίς σταματημό- χειροβομβίδες χημικών (αρχικά) και κρότου λάμψης (εν συνεχεία) μέσα στο έκπληκτο από το θράσος και την χυδαιότητά τους πλήθος των 150.000 ανθρώπων (πολλοί εκ των οποίων ήταν ηλικιωμένοι). Χωρίς καμία πρόκληση. Χωρίς κανέναν λόγο. Μοναχά για να υπερασπιστούν τον (ψευδο)πολιτικό βόθρο της μεταπολίτευσης και μάλιστα όχι από κάποια βίαιη προσβολή -αν και αυτή είναι, μάλλον, που του αξίζει- αλλά από την απλή κατακραυγή[2].

Το τι ακολούθησε είναι εύκολο να το φανταστεί κανείς. Επί μισή και πλέον ώρα το πλήθος έκανε προσπάθεια να γλιτώσει το ποδοπάτημα ενώ τα «καλόπαιδα με τις κουκούλες» και τον αντι-ασφυξιογόνο εξοπλισμό βρήκαν την πλατεία άδεια, κατάφεραν να πλησιάσουν τα ΜΑΤ και άρχισαν το καθιερωμένο show με τις μολότοφ. Κι όμως, ενώ στο κέντρο της πρωτεύουσας συνέβαιναν αυτά, τα ισχυρά mediακά συγκροτήματα ακόμη δεν είχαν δώσει την πρέπουσα σημασία. Το έκαναν τελικά τρεις ώρες αργότερα, όταν ο κόσμος είχε διαλυθεί και η θεατρική παράσταση μεταξύ ΜΑΤ και αναρχικών είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της.

Το τηλεοπτικό κοινό είδε για άλλη μια φορά την Αθήνα να καίγεται, τους αστυνομικούς να περιφέρονται σαν εξερευνητές αχαρτογράφητων νήσων που είχαν χάσει τις πυξίδες τους και τους αλήτες να καταστρέφουν, μεταξύ των άλλων, κάποια από τα τελευταία όμορφα κτήρια της πόλης μας.

Την ίδια ώρα ένας υπάλληλος του διεθνούς τραπεζικού συστήματος έφτανε στο κοινοβούλιο για να εκτελέσει τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα. Είναι σημειολογικά άξιο λόγου ότι την ώρα που το πολιτικό αυτό παράσιτο βρέθηκε στο βήμα του κοινοβουλίου, τα επεισόδια είχαν σταματήσει οριστικά!

Αυτά έγιναν κοντολογίς στην πλατεία Συντάγματος την Κυριακή το απόγευμα. Τώρα, γιατί σχετίζω τα εν λόγω γεγονότα με την καχεκτική πολιτική μας κουλτούρα; Γιατί είμαι πεπεισμένος πως αν διαθέταμε μια ισχυρότερη πολιτική κουλτούρα ούτε θα είχαμε βρεθεί θεατές ενός έργου που έχει παιχτεί χίλιες φορές, αλλά ούτε και θα είχαμε επιτρέψει στο mediaκό καθεστώς της χώρας να εξατμίσει το νόημα και να αποσιωπήσει το ίδιο το γεγονός της μεγαλύτερης συγκέντρωσης των τελευταίων τριάντα ετών με τόση χαρακτηριστική ευκολία.

Παρακολουθώ τις τελευταίες ημέρες τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων και διαπιστώνω ότι στον καιρό της «επανάστασης της πληροφορίας» από τα τόσα τηλεοπτικά συνεργεία που κάλυπταν τα γεγονότα ακροβολισμένα στις ταράτσες κτηρίων της Αμαλίας, της Σταδίου και των άλλων οδών κι από τα τόσα ελικόπτερα που πετούσαν στον ουρανό της πόλης, δεν προβλήθηκε ένα πλάνο που να δείχνει τον κόσμο να ξεκινά από την πλατεία Ομονοίας και να φτάνει ως την Λεωφόρο Συγγρού! Και ούτε πρόκειται να προβληθεί.

Αντιθέτως, οι συζητήσεις θα συνεχίσουν να εστιάζουν στην αδυναμία της Αστυνομίας να συλλάβει τους αναρχικούς, στο ποινικό πλαίσιο, στις ευθύνες του πρύτανη του Ε.Κ.Π.Α, σε γραφικές αντεγκλήσεις ξεκαρδιστικά γελοίων οργανισμών τύπου Κ.Κ.Ε- ΛΑ.ΟΣ κλπ για το ποιος έχει την ευθύνη των επεισοδίων, κοντολογίς σε κάθε είδους περισπασμούς, μέχρι να ξεχαστεί το όλο θέμα και η ζωή να συνεχιστεί…(όπως κάποιοι άλλοι σχεδίασαν για μας). Γιατί, όπως διαβάζουμε όσοι δίνουμε έμφαση στα ψιλά γράμματα των ειδήσεων, η Ευρωπαϊκή Ένωση και κύκλοι της Ουάσιγκτον επιθυμούν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη παραμονή στην πρωθυπουργία του υπαλλήλου τους με την κοινοβουλευτική υπερδύναμη.

Να, λοιπόν, ποιες είναι οι συνέπειες της ατροφικής πολιτικής μας κουλτούρας. Να γιατί (η πραγματική) Αριστερά, Συντηρητικός και Εθνικιστικός χώρος, αλλά και Έλληνες «φιλελεύθεροι» που είναι πραγματικά τέτοιοι και όχι υπάλληλοι του διεθνούς συστήματος, έχουν αντιστοιχία ευθυνών για την κατάσταση της χώρας και την ανικανότητα έστω και της ελάχιστης ικανοποίησης ενός συλλογικού εθνικού αιτήματος.

Να γιατί αναφέρθηκα στην «μηχανιστική» λειτουργία της Αριστεράς. Γιατί η επανάληψη των γνωστών - επιτυχημένων μερικώς αλλά και απαρχαιωμένων της - μεθόδων έχει γίνει απολύτως προβλέψιμη. Γιατί η τυποποιημένη της δράση της στερεί την δυνατότητα να φανταστεί εναλλακτικές και αποτελεσματικότερες μορφές πολιτικής δραστηριοποίησης, οι οποίες θα είχαν προκύψει έπειτα από την πρόβλεψη των αναμενόμενων εξελίξεων ως προσπάθειες - έστω - αποφυγής τους. Γιατί το αναμάσημα, εκ μέρους της, τρόπων πολιτικής του 19ου αιώνα, εξέθρεψε φαινόμενα και καταστάσεις που ούτε η ίδια μπορεί να ελέγξει και στρέφονται ακόμη και εναντίον της σε κρίσιμες συγκυρίες, όπως η σημερινή.

Να γιατί οι συνέπειες της ανυπαρξίας Εθνικιστικού και Συντηρητικού πολιτικού λόγου είναι σήμερα καταλυτικές. Γιατί σε πολιτικά γεγονότα όπως της Κυριακής θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη η νηφάλια σκέψη του Συντηρητισμού και αναγκαίος ο ιδεολογικός ριζοσπαστισμός του Εθνικισμού. Η νηφαλιότητα θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπέρβαση της άκαμπτης, Αριστερής πολιτικής τυποποίησης και στην ανάδειξη του ερωτήματος «τί θα μπορούσαν να κάνουν οι οργανωτές της διαδήλωσης, προκειμένου να αποφευχθούν αυτά που το καθεστώς ετοιμάζει;». Ο εθνικιστικός ριζοσπαστισμός θα ήταν απαραίτητος προκειμένου να εκφραστούν με πολιτική διαύγεια και ουσία, μεγαλύτερη από εκείνη της Αριστεράς, τα λαϊκά αιτήματα της εθνικής ανεξαρτησίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Δεν είμαι σε θέση να πω με βεβαιότητα αν οι απαντήσεις και οι προτεινόμενες λύσεις θα οδηγούσαν άμεσα σε καλύτερα αποτελέσματα. Γνωρίζω, όμως, πως αυτές οι παράμετροι θα αποκάλυπταν το υπόβαθρο μιας ισχυρής πολιτικής κουλτούρας, μέσω της οποίας θα μπορούσαν να αναπτυχθούν νοητικά αντισώματα στην επιβολή της mediaκής ατζέντας.

Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η Αριστερά είναι ανίκανη να πετύχει με τους δικούς της όρους την ανατροπή ενός κλινικά νεκρού καθεστώτος. Οι Συντηρητικοί εκφράζονται από γελωτοποιούς της πολιτικής κι από γραφικούς λιμοκοντόρους που αντί να συγκρουστούν με το καθεστώς της μεταπολίτευσης, το οποίο επί σαράντα σχεδόν χρόνια κατόρθωσε να τους εκμηδενίσει, επιδιώκουν να γίνουν κι αυτοί υπάλληλοί του, φοβούμενοι να διεκδικήσουν μια νέα πολιτική τάξη πραγμάτων. Οι Εθνικιστές αντί να αναδείξουν την αντικαπιταλιστική και επαναστατική κληρονομιά της ρομαντικής τους θεωρίας ως αντιπρόταση στην επέλαση του ατομικιστικού ωφελιμισμού και στην παρακμή της μεταπολίτευσης, αντί να καταγγείλουν την νεοφιλελεύθερη Ευρώπη που γεννήθηκε μετά την Συνθήκη του Μάαστριχτ και να της αντιπαραθέσουν την προοπτική της αλληλέγγυας Ευρώπης των Εθνών, αντί να αποκαλύψουν το νόημα των κοινωνικών Μύθων και να ορθώσουν ένα τοίχος πολιτιστικής αντίστασης στην mediaκή μεταπολιτευτική μπουρζουαζία, αφήνονται στην αδράνεια της ανυπαρξίας.

Όλα αυτά κατέστησαν αναμενόμενη την όποια πολιτική εξέλιξη. Η πολιτική μαφία της μεταπολίτευσης αγνόησε για άλλη μια φορά το αυτονόητο εθνικό αίτημα, μια τόσο σημαντική σύμβαση, όπως είναι το μνημόνιο, να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης των εκπροσώπων που θα προκύψουν από τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς του παρόντος. Παρέκαμψε το ελάχιστο κοινωνικό αίτημα που συνοψίζεται στην πρόταση, «εφόσον η ανατροπή του παγκοσμίως αποτυχημένου νεοφιλελεύθερου εγχειρήματος απαιτεί προϋποθέσεις που ούτε η Αριστεροί μπορούν ούτε οι Παραδοσιοκράτες είμαστε σήμερα σε θέση να εκπληρώσουμε, ας πετύχουμε τουλάχιστον στην χώρα μας να περάσει το φιλελεύθερο πεδίο στα χέρια των πραγματικών «Φιλελεύθερων» από εκείνα των υπάλληλων του διεθνούς κεφαλαίου». Τίποτα δεν εισακούστηκε. Οι φωνές όλων των Αθηναίων πνίγηκαν στις πισίνες των ΔΟΛιων media.


Το σύστημα είναι εδώ. Απογυμνωμένο από θεωρητική υποστήριξη. Άνευ δικού του κοινωνικού Μύθου ή Ουτοπίας. Αποκαλυπτόμενο στην ωμή του εξουσιαστική διάσταση. Κι ενώ σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ένα σύστημα σε αυτή την κατάσταση θα είχε αντικατασταθεί, στην χώρα μας οι υπάλληλοί του μας φτύνουν στο πρόσωπο και χρησιμοποιούν τις οργανωμένες τους μειοψηφίες για να μας δείξουν με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο ότι ο ρόλος μας είναι παρόμοιος με εκείνων που είχαν οι δούλοι των αποικιών. Χτυπούν το μαστίγιο στο πάτωμα κι εμείς.. δεν χορεύουμε, απλά και μόνο επειδή κουραστήκαμε.

Αυτή είναι η πολιτική τραγωδία των καιρών μας. Η μεταπολίτευση έχει καταρρεύσει και οι Έλληνες, συνηθισμένοι να περιμένουν τον deus ex machina, αδυνατούν να την αντικαταστήσουν.


Σταμάτης Μαμούτος, πρόεδρος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.

Σχόλια:

[1] Το να είναι απολογητικός ο λόγος μιας κυρίαρχης ιδεολογίας είναι κάτι αναμενόμενο. Ωστόσο, στην ελληνική περίπτωση το εν λόγω ζήτημα αποκτά μεγαλύτερη διάσταση, εφόσον συνοδεύεται κι από την έλλειψη πολιτικού υπόβαθρου. Στην πραγματικότητα, ο Φιλελευθερισμός στην Ελλάδα κυριαρχεί δίχως υποστηρικτές! Αυτοί που τον εκφράζουν, το κάνουν, όπως προανέφερα, για «πρακτικούς» λόγους. Υπό αυτές τις συνθήκες, καθίσταται αναμενόμενο οι εκφραστές του στην χώρα μας να αποτελούν απλές προεκτάσεις του διεθνούς «φιλελεύθερου» συστήματος (κάτι σαν υπαλλήλους του δηλαδή) κι όχι πραγματικούς Έλληνες «φιλελεύθερους» που αναζητούν ανεξάρτητα και συνειδητά την σύνδεση με το διεθνές σύστημα στα πλαίσια του ιδεολογικού προσανατολισμού τους.
[2] Δεν θα ασχοληθώ με γελοίες απόψεις που θέλουν να υπήρχε οργανωμένο σχέδιο κατάληψης της Βουλής από συντεταγμένες φράξιες διαδηλωτών. Οφείλω επίσης να σημειώσω πως αυτή την φορά η Αριστερά δεν συνεργάστηκε με τους αναρχικούς. Καταθέτω ως μαρτυρία αυτόπτη ότι το μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στην Αμαλίας, στο ύψος του Ζαππείου, ενώ και οι υπόλοιπες Αριστερές κομματικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν τους κάλυψαν στα μπλοκ τους. Εξάλλου, το πνεύμα της συγκέντρωσης ήταν πολύ πιο κοντά σε εκείνο των Αγανακτισμένων παρά σε αυτό της ΓΣΕΕ. Οι φωτογραφίες που παραθέτω αποκαλύπτουν την ποιότητα, τις ηλικίες και τις προθέσεις του κόσμου που είχε κατακλύσει την πλατεία Συντάγματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου