Του Χρήστου Πραμαντιώτη
Κατά έναν παράδοξο τρόπο, ο «αυτόχειρας της Πλατείας Συντάγματος» έβαλε τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Εκεί που το πολιτικό σύστημα και τα Μέσα Ενημέρωσης είχαν θέσει στην ημερήσια διάταξη το μεταναστευτικό ζήτημα, τα στρατόπεδα κράτησης αλλοδαπών και τις μαζικές… εκκαθαρίσεις έγχρωμων στο κέντρο της Αθήνας, ήρθε η αυτοκτονία να επαναφέρει, έστω για λίγο, την προεκλογική ατζέντα στα κρίσιμα ζητήματα της πολιτικής και της οικονομίας.
Αυτά ακριβώς που οι επικοινωνιολόγοι του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας θα ήθελαν να εξορίσουν από τον προεκλογικό πολιτικό λόγο: την εκτεταμένη, δηλαδή, δυστυχία που έχουν απλώσει στην ελληνική κοινωνία. Και την ακόμη μεγαλύτερη που ετοιμάζονται να διαχύσουν μετά τις εκλογές, οι οποίες μολονότι δεν έχουν ακόμη προκηρυχθεί, αναμένονται ως οι «κρισιμότερες από το 1974».
Αν αυτές οι ακήρυχτες ακόμη εκλογές γίνουν πράγματι στις αρχές Μαΐου, όπως θέλουν όλα τα σενάρια, αυτό είναι κάτι που θα το ανακαλύψουμε την εβδομάδα που αρχίζει μεθαύριο. Αναδεικνύει, ωστόσο, μια τραγική ειρωνεία η σύγκρισή τους με εκείνες του ’74. Τριάντα οκτώ χρόνια μετά τις εκλογές που διεξήχθησαν στο φόντο του παλλαϊκού αιτήματος για απο-χουντοποίηση, οι εκλογές του 2012 διεξάγονται στο κλίμα μιας ολοένα και εντονότερης χουντοποίησης. Οι παλιότεροι, μάλιστα, θα θυμούνται ότι πολλά ζητήματα ετίθεντο και τότε με ανάλογα διλημματικό χαρακτήρα κατά το «Ευρωπαϊκή πορεία ή θάνατος».
Για το μνημονιακό πολιτικό προσωπικό οι επικείμενες εκλογές είναι όμως πραγματικά κρίσιμες. Κρίνεται το αν θα νομιμοποιηθεί η πολιτική των τελευταίων δύο ετών. Κι επίσης κρίνεται το αν το μνημονιακό πολιτικό τόξο θα βρει μετεκλογικά κοινή γλώσσα χωρίς παρεκτροπές κι εξάρσεις, όπως ακριβώς παραγγέλλει η πολιτική τάξη των Βρυξελλών και οι διεθνείς πιστωτές, προκειμένου η προσαρμογή του πειραματόζωου Ελλάδα να προχωρήσει συντεταγμένα σε μια πορεία που έχει ήδη χαραχθεί και συμφωνηθεί και από τα δύο βασικά κόμματα του Μνημονίου. Μέχρι στιγμής, πάντως, αυτή η κοινή γλώσσα δεν ομολογείται ότι έχει εξευρεθεί, με τη Ν.Δ. να κάνει σαν δύστροπη πεθερά, παρ’ όλο που το ΠΑΣΟΚ και τα πρωτοκλασάτα στελέχη του κάθε λίγο και λιγάκι καλούν για συγκατοίκηση στην επόμενη κυβέρνηση που θα προκύψει.
Όταν, όμως, οι ένοικοι της Ιπποκράτους επισείουν στους συναδέλφους τους της Συγγρού την κρισιμότητα των εκλογών, δεν εννοούν μόνο την ανάγκη συνέχισης της πολιτικής που έχουν και οι δύο συναποδεχτεί με τους πιστωτές μας. Εννοούν και τα αγκάθια που μπορούν να φυτρώσουν σε αυτή την πορεία, εάν στις κάλπες κάνει την εμφάνισή του το ρεύμα της αντίστασης που σημάδεψε τις απεργιακές διαδηλώσεις, που γέμισε τις πλατείες και διαπέρασε τις παρελάσεις. Ένας «ανεύθυνος», δηλαδή, λαός που δεν θα δώσει καθαρή εντολή συνέχισης της ίδιας πολιτικής και θα αμφισβητήσει έτσι (και εκλογικά) το μονόδρομο της καταστροφής, όπως έκανε αρκετές φορές και με ηχηρό τρόπο μέσα στη διετία που πέρασε.
Αυτά ακριβώς που οι επικοινωνιολόγοι του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας θα ήθελαν να εξορίσουν από τον προεκλογικό πολιτικό λόγο: την εκτεταμένη, δηλαδή, δυστυχία που έχουν απλώσει στην ελληνική κοινωνία. Και την ακόμη μεγαλύτερη που ετοιμάζονται να διαχύσουν μετά τις εκλογές, οι οποίες μολονότι δεν έχουν ακόμη προκηρυχθεί, αναμένονται ως οι «κρισιμότερες από το 1974».
Αν αυτές οι ακήρυχτες ακόμη εκλογές γίνουν πράγματι στις αρχές Μαΐου, όπως θέλουν όλα τα σενάρια, αυτό είναι κάτι που θα το ανακαλύψουμε την εβδομάδα που αρχίζει μεθαύριο. Αναδεικνύει, ωστόσο, μια τραγική ειρωνεία η σύγκρισή τους με εκείνες του ’74. Τριάντα οκτώ χρόνια μετά τις εκλογές που διεξήχθησαν στο φόντο του παλλαϊκού αιτήματος για απο-χουντοποίηση, οι εκλογές του 2012 διεξάγονται στο κλίμα μιας ολοένα και εντονότερης χουντοποίησης. Οι παλιότεροι, μάλιστα, θα θυμούνται ότι πολλά ζητήματα ετίθεντο και τότε με ανάλογα διλημματικό χαρακτήρα κατά το «Ευρωπαϊκή πορεία ή θάνατος».
Για το μνημονιακό πολιτικό προσωπικό οι επικείμενες εκλογές είναι όμως πραγματικά κρίσιμες. Κρίνεται το αν θα νομιμοποιηθεί η πολιτική των τελευταίων δύο ετών. Κι επίσης κρίνεται το αν το μνημονιακό πολιτικό τόξο θα βρει μετεκλογικά κοινή γλώσσα χωρίς παρεκτροπές κι εξάρσεις, όπως ακριβώς παραγγέλλει η πολιτική τάξη των Βρυξελλών και οι διεθνείς πιστωτές, προκειμένου η προσαρμογή του πειραματόζωου Ελλάδα να προχωρήσει συντεταγμένα σε μια πορεία που έχει ήδη χαραχθεί και συμφωνηθεί και από τα δύο βασικά κόμματα του Μνημονίου. Μέχρι στιγμής, πάντως, αυτή η κοινή γλώσσα δεν ομολογείται ότι έχει εξευρεθεί, με τη Ν.Δ. να κάνει σαν δύστροπη πεθερά, παρ’ όλο που το ΠΑΣΟΚ και τα πρωτοκλασάτα στελέχη του κάθε λίγο και λιγάκι καλούν για συγκατοίκηση στην επόμενη κυβέρνηση που θα προκύψει.
Όταν, όμως, οι ένοικοι της Ιπποκράτους επισείουν στους συναδέλφους τους της Συγγρού την κρισιμότητα των εκλογών, δεν εννοούν μόνο την ανάγκη συνέχισης της πολιτικής που έχουν και οι δύο συναποδεχτεί με τους πιστωτές μας. Εννοούν και τα αγκάθια που μπορούν να φυτρώσουν σε αυτή την πορεία, εάν στις κάλπες κάνει την εμφάνισή του το ρεύμα της αντίστασης που σημάδεψε τις απεργιακές διαδηλώσεις, που γέμισε τις πλατείες και διαπέρασε τις παρελάσεις. Ένας «ανεύθυνος», δηλαδή, λαός που δεν θα δώσει καθαρή εντολή συνέχισης της ίδιας πολιτικής και θα αμφισβητήσει έτσι (και εκλογικά) το μονόδρομο της καταστροφής, όπως έκανε αρκετές φορές και με ηχηρό τρόπο μέσα στη διετία που πέρασε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου