Σε φιάσκο εξελίσσεται, παρά τις υψηλές προσδοκίες που δημιούργησε αρχικά, το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να διοχετεύσει τεράστια ρευστότητα στο ευρωπαϊκό χρηματοοικονομικό σύστημα, μέσω της χορήγησης φθηνών 3ετών δανείων στις τράπεζες.
Όπως αποδεικνύεται μέρα με τη μέρα, αντί να χρησιμοποιήσουν τη ρευστότητα αυτή για να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία,...
οι τράπεζες προτιμούν να την «παρκάρουν» στο overnight της ΕΚΤ, όπου κερδίζουν ένα μικρό επιτόκιο. Η ακραία αποστροφή του ρίσκου και η δυσπιστία που έχει ριζώσει βαθιά στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, οδηγούν το φιλόδοξο πρόγραμμα της ΕΚΤ στην αποτυχία. Έτσι, ενώ το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες έσπευσαν να δανειστούν ένα τεράστιο ποσό από την ΕΚΤ (489 δισ. ευρώ) δημιούργησε πολλές προσδοκίες, τελικά, φάνηκε ότι στην πράξη, η ΕΚΤ δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να βγάζει τα χρήματα αυτά από τη μία τσέπη και να τα βάζει στην άλλη. Τα στοιχεία για τις καταθέσεις στην ΕΚΤ αποδεικνύουν για μία ακόμα φορά τη διαπίστωση αυτή: Οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 10%, στα 452 δισ. ευρώ.Eιδικότερα οι τράπεζες εναπόθεσαν overnight 452,034 δισ. ευρώ την Τρίτη, από 411,813 δισ. ευρώ τη Δευτέρα και 346,994 δισ. την Πέμπτη, πριν τις χριστουγεννιάτικες διακοπές, σύμφωνα με τα στοιχεία που κοινοποίησε η ΕΚΤ. Το προηγούμενο ρεκόρ 24ωρης κατάθεσης στην ΕΚΤ είχε διαπιστωθεί τον Ιούνιο 2010 στα 384,3 δισ. ευρώ. Τα υψηλά επίπεδα καταδεικνύουν την συνεχιζόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης στις διατραπεζικές αγορές δανεισμού, καθώς οι τράπεζες προτιμούν να χρησιμοποιούν τους πολύ χαμηλού κινδύνου μηχανισμούς της ΕΚΤ, παρά να δανείζονται μεταξύ τους.
Tα παραπάνω στοιχεία δικαιώνουν όσους υποστήριξαν πως τα τριετή δάνεια που χορηγεί η ΕΚΤ στις τράπεζες θα έχουν μόνο βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, καθώς τα ιδρύματα με τη ρευστότητα που θα αποκομίσουν θα μειώσουν την έκθεσή τους στα κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης και δεν θα αναλάβουν περισσότερο ρίσκο απ’ αυτό που ήδη έχουν. Μέσα στο 2012, οι ευρωπαϊκές τράπεζες πρέπει να αποπληρώσουν χρέος ύψους 600 δισ. ευρώ (35% υψηλότερα από εφέτος). Μόνο στο πρώτο τρίμηνο λήγουν τραπεζικά ομόλογα 230 δισ. ευρώ. Οι αναλυτές επισημαίνουν πως οι τράπεζες θα στραφούν κυρίως στα ομόλογα με διάρκεια έως 3 έτη, ώστε να μην έχουν ρίσκο, καθώς, με τα έσοδα από τα ομόλογα που λήγουν, θα αποπληρώνουν τα δάνεια που πήραν από την ΕΚΤ. Αυτό άλλωστε έχει φανεί και στην αγορά τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς, για παράδειγμα, στα 2ετή ιταλικά και ισπανικά κρατικά ομόλογα οι αποδόσεις έχουν υποχωρήσει σημαντικά από τις αρχές Δεκεμβρίου.
Είναι ηλίου φαεινότερον πως η ΕΚΤ διαφυλάσσει ως κόρη οφθαλμού τις αρχές και την ανεξαρτησία της, προσπαθώντας με πλάγιους τρόπους να παράσχει στήριξη στις οικονομίες. Ετσι, ο Μάριο Ντράγκι εμφανίζεται φειδωλός ως προς την αγορά ομολόγων των πιο αδύναμων χωρών του Νότου, όμως την ίδια στιγμή ανακοινώνει «απεριόριστο δανεισμό» προς τις ιδιωτικές τράπεζες, με την… ευχή να διοχετευθούν αυτά τα κεφάλαια στην πραγματική οικονομία και όχι στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών. Ακολουθώντας τη σκληρή γραμμή που χαράσσει το Βερολίνο, η ΕΚΤ αρνείται πεισματικά να καταστεί «ύστατος δανειστής» των εθνικών οικονομιών, καθώς αυτό θα συνιστούσε εκτροπή από τις θεμελιώδεις συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ομως το σχέδιο για δανεισμό των ευρωπαϊκών οικονομιών μέσω του ΔΝΤ δεν προχωρά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο λόγω της βρετανικής δυστοκίας. Τα διμερή δάνεια των ισχυρών της Ευρωζώνης προς το Ταμείο δεν πρόκειται λοιπόν να ξεπεράσουν τα 150 δισ. ευρώ (από 200 δισ. που ήταν η αρχική πρόβλεψη), τα οποία ασφαλώς ωχριούν μπροστά στις τεράστιες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ευρώπης.
Την ίδια στιγμή οι διαβεβαιώσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών ότι θα αποφύγουν τις κρατικοποιήσεις με την πώληση στοιχείων ενεργητικού ενδέχεται να διαψευστούν από την έλλειψη ενδιαφερόμενων αγοραστών. Οι τράπεζες στη Γαλλία, στη Μ. Βρετανία, στην Ιρλανδία, στη Γερμανία και την Ισπανία έχουν ανακοινώσει σχέδια συρρίκνωσης κατά 775 δισ. ευρώ τα επόμενα δύο χρόνια, σε μια προσπάθεια να μειώσουν τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες χρηματοδότησης και να εναρμονιστούν με τα αυστηρότερα όρια κεφαλαιακής επάρκειας. Ωστόσο, η έλλειψη αγοραστών καθιστά τους στόχους αυτούς μη ρεαλιστικούς. «H πώληση περιουσιακών στοιχείων είναι ανέφικτη στο τρέχον οικονομικό περιβάλλον» δήλωσε στο Bloomberg o Simon Maughan, επικεφαλής πωλήσεων της MF Global UK Ltd, στο Λονδίνο. «Ολες οι τράπεζες πουλάνε και καμία τράπεζα δεν αγοράζει. Απλώς δεν πρόκειται να φέρει αποτελέσματα» πρόσθεσε, τονίζοντας ότι οι ανακεφαλαιοποιήσεις είναι αναπόφευκτες. Να σημειωθεί πως η Credit Suisse προχώρησε στην εξαγορά του τμήματος private banking της HSBC στην Ιαπωνία, στο πλαίσιο των σχεδίων της να αυξήσει την παρουσία της στη χώρα. Η πώληση από τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή τράπεζα πραγματοποιείται στο πλαίσιο σχεδίου της για περικοπή των ετήσιων δαπανών κατά 3,5 δισ. δολάρια.
Από: sofokleous10.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου