Χθες, ανήμερα των γεννεθλίων του Κωστή Παλαμά, το έφερε η
τύχη να βρεθώ σε επίσημη πρεμιέρα στο θέατρο Διάνα. Ήταν μια μουσική παράσταση
με τίτλο 9 και 5 με πρωταγωνιστές τους τραγουδιστές Χρήστο Θηβαίο και Βασίλη
Παπακωνσταντίνου, με αφηγητή τον Οδυσσέα Ιωάννου. Σκηνοθέτης της παράστασης ο Παντελής
Βούλγαρης.
Προσωπικά αποφεύγω τις επίσημες πρεμιέρες, μιας και δεν μου
πάει το περιβάλλον των celebrities της τέχνης, της πολιτικής και των κοσμικών στηλών, που συχνάζουν
σε τέτοιες εκδηλώσεις. Ωστόσο, βρέθηκα στη συγκεκριμένη πρεμιέρα
ανταποκρινόμενος σε πρόσκληση του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τον οποίο εκτιμώ
ιδιαίτερα όχι μόνο σαν καλλιτέχνη, αλλά και σαν άνθρωπο. Ένας συνδυασμός
εξαιρετικά σπάνιος, ειδικά στους χώρους των "επωνύμων", ή
προβεβλημένων προσώπων, όπως έχω διαπιστώσει από πρώτο χέρι.
Δεν είμαι κριτικός μουσικής, ή θεάτρου για να διεκδικώ
δάφνες γι' αυτό που γράφω. Γράφω από καρδιάς σαν απλός θεατής, σαν απλός καταναλωτής
ενός πολιτιστικού προϊόντος. Και παρά το γεγονός ότι ξέρω ότι θα δυσαρεστήσω αγαπητούς
φίλους, θεωρώ υποχρέωσή μου να πω τη γνώμη μου γιατί η παράσταση με αφορά σαν
θεατή.
Ειλικρινά, η παράσταση ήταν άψογη τεχνικά. Οι συντελεστές
εξαιρετικοί και ο Βασίλης όπως πάντα ο καλύτερός του εαυτός. Όμως μέχρις εκεί.
Το περιεχόμενο της παράστασης αφορούσε ένα κοινό που δεν ζει στην Ελλάδα του
σήμερα, αλλά κατοικεί σ' άλλο πλανήτη. Είναι πρόδηλο ότι έχει στηθεί για να μην
δυσαρεστήσει κανένα. Για να μπορούν να την παρακολουθήσουν άπαντες. Από τους
δοσίλογους κυβερνώντες (τους οποίους στην πρεμιέρα εκπροσωπούσε επάξια το
ζεύγος Νταλάρα κι όχι μόνο) έως τον Κουτσούμπα.
Τραγούδια γενικώς αποδεκτά, ατάκτως ερρειμένα, στερημένα από
το δυναμισμό της εποχής που γράφτηκαν. Στόχος η προσωπική συγκίνηση και τίποτε
παραπάνω. Τραγούδησαν για τη μάνα κι ο καθένας σκεφτόταν τη μάνα για πάρτη του.
Εμένα όμως μου είχε καρφωθεί η εικόνα εκείνης της μάνας που πέθανε μαζί με τα
παιδιά της από μαγκάλι, γιατί δεν μπορούσε να ζεσταθεί διαφορετικά.
Έχω μεγαλώσει με μαγκάλι για θέρμανση και φέρω ακόμη σημάδια
στο σώμα μου από επαφές "τρίτου τύπου" μαζί του στην προσπάθεια να
χουχουλιάσω σαν μικρό παιδί όσο πιο κοντά στη ζεστασιά του μέσα σ' ένα υγρό
σπίτι. Ξέρω λοιπόν τι σημαίνει μαγκάλι. Όμως, η μάνα και τα παιδιά της που τις
σκότωσε το μαγκάλι δεν ήταν εκεί. Δεν τις αφορούσε η τέχνη που καταναλώναμε.
Ούτε η μάνα που δυο χρόνια άνεργη προσπάθησε να περισώσει τα
λιγοστά χρήματα της σύνταξης της δικής της κατάκοιτης μάνας για να φροντίσει τα
δυο ανήλικα παιδιά της. Φαντάσου την απελπισία μιας μάνας που αναγκάστηκε να
θάψει μυστικά τη δική της μάνα στον κήπο του σπιτιού, για να κρατήσει τη
πενιχρή σύνταξη για τα δικά της παιδιά. Σήμερα, είναι στη φυλακή, γιατί
ανήμπορη να σκάψει βαθιά η σήψη του πτώματος αποκάλυψε την όλη τραγωδία.
Αυτή είναι η Ελλάδα του σήμερα. Εκατοντάδες χιλιάδες μανάδες
σήμερα αντιμετωπίζουν ανάλογες τραγωδίες. Και το μόνο που έχουν να ελπίζουν
είναι στην ελεημοσύνη και τα συσσίτια που τάζουν οι δελφίνοι της εξουσίας. Δεξιοί
και αριστεροί. Ή στην επουράνια βασιλεία που τάζουν οι ένοικοι του Περισσού
έναντι ψήφου. Όλα είναι αποδεχτά σήμερα.
Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια έχει εξαφανιστεί. Δεν αξίζει δεκάρα.
Ούτε η ανθρώπινη ζωή, που τόσο εύκολα στις μέρες μας τερματίζει γιατί προέχει
να πληρώσουμε τους δανειστές.
Για όλα αυτά η παράσταση δεν είχε τίποτε να πει. Δεν την
αφορούσε καν. Ήταν μια παράσταση από χορτασμένους για χορτασμένους. Ήταν μια
παράσταση καλλιτεχνών που δεν έχουν να πουν τίποτε για το σήμερα, προορισμένη
για θεατές που δεν έχουν καταλάβει τίποτε για σήμερα.
Ακόμη και τα κείμενα του Οδυσσέα Ιωάννου ήταν μια σκέτη
απογοήτευση. Ένα περίτεχνο τίποτα. Πολλές φιοριτούρες για να μην πεις τίποτε.
Σε μια εποχή που, όπως έλεγε ο Βάρναλης, ο καλλιτέχνης οφείλει να μιλά καθαρά
και ξάστερα, η παράσταση μιλούσε με γρίφους και απόμακρα υπονοούμενα.
Και ναι μεν οι συντελεστές της παράστασης είπαν σε μια
στιγμή ότι χρωστάμε περισσότερα στους ποιητές μας, απ' ότι στους δανειστές μας,
αλλά οι ποιητές της ρωμιοσύνης ήταν απόντες.
Χθες, όπως είπαμε, ήταν τα γεννέθλια του Κωστή Παλαμά. Ο
μεγαλειώδης αυτός εθνικός και λαϊκός ποιητής πέρασε ανάλογες καταστάσεις με τις
σημερινές. Καταστάσεις όπου η κοινωνία πολώνεται σε ακραίο βαθμό. Όπου η ίδια η
επιβίωση του λαού έχει τεθεί στην ημερήσια διάταξη από τους κρατούντες. Τι
επέλεξε να κάνει ένας ποιητής σαν τον Παλαμά; Τι τον έκανε μεγάλο ποιητή;
Το έχει απαντήσει ο ίδιος: "Μα ξέρω πώς είναι κάποιες
κρίσιμες ώρες, κάποιες στιγμές που παρουσιάζονται σαν να μέλλεται να
αποφασιστεί κάτι τόσο σημαντικό και πώς τότε κάθε άνθρωπος που φωτίζεται από
μια συνείδηση και που φέρνεται από μιαν ιδέα, όπου και όπως, με όποιους κι αν
έχει να κάνει, πρέπει να δίνει το ΠΑΡΩΝ και να στέκεται στρατιώτης. Όποιος κι
αν είναι ο αντίπαλος που φοβερίζει, είτε για να ξεκαρδίζεται από τα γέλια, είτε
να τινάζεται από θυμό, ο άνθρωπος εκείνος πρέπει να του φωνάζει: Αλτ! Εδώ
είμαστε!"
Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι, άλλοι καλλιτέχνες, θα μπορούσε
να πει κανείς. Λάθος! Ο ίδιος ο Παλαμάς έγραφε σ' έναν άλλο μεγάλο της τέχνης,
τον Γρηγόρη Ξενόπουλο: "Δεν πάει
εκείνος ο καιρός, γιατί δεν πάει κανένας καιρός. Δεν
λογαριάζονται οι καιροί, μόνο οι άνθρωποι λογαριάζονται που κάνουν τους
καιρούς."
Η φωτιά του καλλιτέχνη
έχει σβήσει. Το δέσιμο με τον λαό και την πατρίδα έχει ξεπουληθεί στις
εταιρείες και τα κόμματα. Τα ιδανικά, η αξιοπρέπεια, το φιλότιμο έχει καλυφθεί
από ιδεοληψίες. Πρωτίστως της αριστεράς. Άριστο άλλοθι για την αδιαφορία, την
αδράνεια και τη συνθηκολόγηση σε μια εποχή που οφείλει ο μέγαλος καλλιτέχνης "να
δίνει το ΠΑΡΩΝ και να στέκεται στρατιώτης". Όχι του Κουτσούμπα και του
κάθε κομματάρχη, αλλά του λαού, του αδικημένου. Η στράτευση κρίνει την τέχνη, τη
μεγάλη τέχνη. Και μόνο έτσι ο ίδιος ο καλλιτέχνης διαφέρει από τον απλό
διασκεδαστή, που τον ενδιαφέρει μόνο το μεροκάματο.
Η παράσταση λοιπόν που
είδα απηχούσε μια τεράστια παρακμή. Μια παρακμιακή κοινωνία που πνέει τα
λοίσθια. Απηχεί μια εποχή που έχει ήδη πεθάνει και που σαν ζόμπι απειλεί ότι
ζωντανό έχει απομείνει.
Η μυρωδιά της μούχλας
και της πτωμαίνης ήταν τόσο έντονη στο περιβάλλοντα χώρο, που ακόμη και
σπουδαία τραγούδια όπως του Σιδηρόπουλου το "κάποτε θα έρθουν να σου
πουν" έμοιαζε τελείως παράταιρο. Όταν μάλιστα, μετά από παράκλιση του
Βασίλη στο τέλος της παράστασης, σηκώθηκαν όλοι όρθιοι να τραγουδήσουν το "της δικαιοσύνης
ήλιε νοητέ", η μούχλα, η πτωμαίνη και η άθλια υποκρισία της όλης σκηνής,
μ' έκανε να μην αντέξω.
Σηκώθηκα κι έφυγα. Έξω περίμεναν οι κάμερες και τα
μικρόφωνα. Έσκυψα το κεφάλι κι επιτάγχυνα το βήμα. Στο δρόμο οι μαύρες λιμουζίνες
και τα αυτοκίνητα συνοδείας περίμεναν τον Κουτσούμπα και τους πιο
"επώνυμους". Δίπλα τους, ζωντανή ταξική διάκριση, τα κίτρινα ταξί σε
μακρά σειρά αναμένοντας τους θεατές σε αναζήτηση ενός πενιχρού μεροκάματου.
Οι προσκεκλήμένοι celebrities έκαναν το καθήκον τους,
εκτονώθηκαν και ύστερα γύρισαν στην καθημερινότητα του πλανήτη τους, που δεν
έχει και δεν είχε ποτέ επαφή με το δικό μας πλανήτη, τον πλανήτη της βιοπάλης και
μιας πατρίδας που απειλείται με αφανισμό. Άλλωστε οι περισσότεροι από δαύτους,
τον λαουτζίκο τον αντιμετώπιζαν πάντα σαν καταναλωτή. Γι' αυτούς τους
καταναλωτές φορντίζουν οι εταιρείες, τα κυκλώματα και τα κρατικοδίαιτα κόμματα.
Ιδίως της αριστεράς που δίνουν το ιδεολογικό άλλοθι της καλλιτεχνικής ξεπούλας,
αδιαφορίας και αδράνειας.
Εγώ έφυγα από την παράσταση με τη δυσάρεστη οσμή της
πτωμαίνης στους οσφρητικούς μου αισθητήρες. Και έχοντας το μυαλό γεμάτο εικόνες
από μια άλλη γενιά καλλιτεχνών που με το έργο τους υπεράσπιζαν σαν στρατιώτες
τον λαό και την πατρίδα στις πιο κρίσιμες περιόδους, πείστηκα τελικά ότι δεν έχει
να περιμένει πια κανείς και τίποτε από την "επώνυμη" καλλιτεχνική
διανόηση του καιρού μας. Μόνο μια νέα ορμητική γενιά δημουργών και καλλιτεχνών που
όλη αυτή τη φάρα, όλο αυτό το παρακμιακό κύκλωμα θα το κάνει πέρα, μπορεί να γεννήσει την τέχνη που έχει ανάγκη ο λαός σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου