Powered By Blogger

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Πότε η Ελλάδα τύπωσε τελευταία φορά δραχμές και γιατί (γιατί δεν μπορούσε να το ξανακάνει)


  • Anna Zouravlioff Προς Δημήτρη Καζάκη: θα ήθελα την άποψή σας για τα εξής: Πότε η Ελλάδα τύπωσε τελευταία φορά δραχμές και γιατί (γιατί δεν μπορούσε να το ξανακάνει) .Το Εθνικό Τυπογραφείο τι κάνει τώρα, απλά ανακυκλώνει?? Ποια είναι τα οφέλη της υποτίμησης και ποια της διολίσθησης? Ποιος είναι ο λόγος που η Ελλάδα δανειζόταν σε ξένο νόμισμα και δεν μπορούσε τόσα χρόνια, ενώ είχε το δικό της νόμισμα, να κάνει περισσότερα έργα υποδομής

    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η τελευταία φορά που τύπωσε δραχμές η Ελλάδα ήταν το 2000. Σχεδόν δυο χρόνια πριν την ένταξή μας στο ευρώ. Πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας που μπόρεσε να τυπώσει δραχμές το ελληνικό κράτος ήταν το 1949. Μέχρι τότε οι μεγάλες δυνάμεις που λειτουργούσαν ως προστάτες της χώρας δεν επέτρεπαν να υπάρξει κρατικό νομισματοκοπείο στην Ελλάδα με αποκλειστικό δικαίωμα στην έκδοση νομίσματος. Ο λόγος απλός. Όσο δεν υπήρχε κρατικό νομισματοκοπείο με μονοπώλιο στην κοπή νομίσματος, την δουλειά αυτή την έκαναν οι ιδιωτικές τράπεζες εντός και εκτός Ελλάδας, καθώς και οι μεγάλοι ξένοι χρηματιστές που ήταν ταυτόχρονα και οι κύριοι δανειστές της χώρας, με αποτέλεσμα να ελέγχουν πλήρως την οικονομία και την οικονομική πολιτική της χώρας.

    Το νομισματοκοπείο στο Χολαργό σήμερα εκδίδει μεταλλικά νομίσματα του ευρώ, αναμνηστικά νομίσματα για συλλέκτες και ενδεχομένως κάποια χαρτονομίσματα του ευρώ (μάλλον 10 και 20 ευρώ). Λέμε ενδεχομένως γιατί δεν ξέρουμε, ή τουλάχιστον εγώ δεν γνωρίζω με ακρίβεια. Αν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο, δηλαδή να τυπώνονται δεκάευρα και εικοσάευρα, τότε κάνει την δουλειά της μετάβασης σε εθνικό κρατικό νόμισμα πιο απλή και εύκολη. Ο λόγος είναι ότι στην περίπτωση εκτύπωσης χαρτονομίσματος ευρώ, σημαίνει ότι υπάρχουν οι κατάλληλες μηχανές και υποδομές και δεν χρειάζεται να τις δημιουργήσουμε από το μηδέν. Έτσι ο χρόνος μετάβασης στο εθνικό νόμισμα θα λιγοστέψει κατά πολύ και μάλλον δεν θα υπερβαίνει τους έξη μήνες.

    Ο δανεισμός της Ελλάδας σε ξένο νόμισμα όσο υπήρχε η δραχμή δεν ήταν μεγάλος. Έως το 1998 σε άθροισμα πραγματικού ελλείμματος του κράτους ολόκληρης της μεταπολεμικής περιόδου 100,9 τρις δρχ., η κάλυψή του έγινε με 86,3 δις δρχ. δάνεια από το εσωτερικό (86%) και με 9,2 τρις δρχ. δάνεια σε ξένο νόμισμα από το εξωτερικό (9%). Από αυτά τα δάνεια σε ξένο νόμισμα, σχεδόν το 50%, ή αξίας 4,5 τρις δρχ. συνάφθηκαν επί κυβέρνησης Σημίτη την τριετία 1996-1998. Ενώ ο εσωτερικός δανεισμός σε δρχ. ανήλθε την συγκεκριμένη τριετία σε 32,1 τρις δρχ. Από το 1999 έως το 2001 τα πράγματα δεν άλλαξαν.

    Ο δανεισμός από το εξωτερικό σε συνάλλαγμα οφειλόταν σε οικονομικούς, αλλά και σε πολιτικούς λόγους. Οικονομικοί λόγοι ήταν πρωτίστως η ανάγκη να καλυφθεί το εξωτερικό έλλειμμα της χώρας και η ανάγκη να διατηρεί υψηλά συναλλαγματικά διαθέσιμα προκειμένου να καλύπτει το αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου. Πολιτικοί λόγοι ήταν κυρίως η ανάγκη εξαγοράς του πολιτικού προσωπικού και του ελληνικού κράτους από ξένες δυνάμεις προκειμένου να εξασφαλίσουν την διείσδυσή τους στην ελληνική οικονομία και πολιτική. Η πρόφαση για έναν τέτοιο δανεισμό ήταν ενίοτε τα χαμηλότερα επιτόκια που προσέφεραν στην χώρα οι ξένοι οίκοι. Ένας επιπλέον πολύ σημαντικός λόγος ήταν και η ανάγκη να εξυπηρετηθούν παλιότερα δάνεια, ακόμη και προπολεμικά από το 1887 και κατόπιν που είχαν ρυθμιστεί από την κυβέρνηση της ΕΡΕ το 1963 και της Ένωσης Κέντρου το 1964 σε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα. Για να εξυπηρετηθούν θα έπρεπε οι επόμενες κυβερνήσεις να αντλούν νέα δάνεια σε χρυσό και αντίστοιχο ξένο συνάλλαγμα.

    Το γιατί η Ελλάδα δεν προχώρησε σε περισσότερα έργα υποδομής όσο είχε την δραχμή, οφείλεται ξεκάθαρα σε πολιτικές επιλογές. Αμέσως μετά τον πόλεμο το πρώτιστο μέλημα της ελληνικής ανασυγκρότησης ήταν η ολοκληρωμένη εκβιομηχάνιση της χώρας με βαριά βιομηχανία στη βάση του τεράστιου ορυκτού και μεταλλευτικού πλούτου που διέθετε. Αντί να υπάρξει ένα εμπεριστατωμένο σχέδιο εκβιομηχάνισης που θα έπρεπε να χρηματοδοτηθεί με ίδιους πόρους και μέσα, οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις άφησαν την εκβιομηχάνιση στις ορέξεις των πιο κερδοσκοπικών και αρπακτικών τζακιών που είχαν φτιάξει περιουσίες λεηλατώντας το κράτος και την ελληνική κοινωνία σαν μαυραγορίτες και συνεργάτες άλλοι των ναζί κατακτητών και άλλοι των Βρετανών. Επίσημα οι τότε κυβερνήσεις υιοθέτησαν για μια ακόμη φορά το επιχείρημα της «ψωροκώσταινας», της μικρής φτωχής χώρας, που χωρίς την προστασία των μεγάλων δυνάμεων και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων υποτίθεται ότι ήταν αδύνατο να αναπτυχθεί. Έτσι οικοδομήθηκε το μεταπολεμικό καθεστώς προτεκτοράτου πρωτίστων των ΗΠΑ, οι οποίες με το Σχέδιο Μάρσαλ και γενικά την Αμερικανική βοήθεια φρόντισαν να δημιουργήσουν τα δικά τους τζάκια στις κορυφές της οικονομίας και της πολιτικής στην Ελλάδα. Από την άλλη ψηφίζονταν απανωτοί νόμοι και θεσμικά πλαίσια που έδιναν στο ξένο κεφάλαιο αποικιοκρατικά προνόμια. Παρ’ όλα αυτά σοβαρές ξένες επενδύσεις η Ελλάδα δεν είδε ποτέ.

    Η σύνδεση πρώτα της Ελλάδας με την ΕΟΚ το 1961 και κατόπιν η ένταξή της το 1980 έβαλαν την ταφόπλακα στην πρόχειρη, ανεμική και άναρχη εκβιομηχάνιση της ελληνικής οικονομίας. Μετά το 1980 η ελληνική παραγωγή, τόσο η αγροτική, όσο και βιομηχανική παίρνει τον κατήφορο και αποσαθρώνεται σκόπιμα και βήμα το βήμα προκειμένου η Ελλάδα να αποκτήσει μια παρασιτικού τύπου οικονομία υπηρεσιών συμπληρωματική της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Οι επενδύσεις στην Ελλάδα μπαίνουν σε βαθύτατη κρίση. Ιδίως στην παραγωγή.

    Η διολίσθηση ενός νομίσματος, ή η υποτίμησή του δεν διαφέρουν ουσιαστικά ως προς τις επιπτώσεις που έχουν στην οικονομία. Απλά η υποτίμηση συνιστά μια απότομη μεταβολή στην αξία ενός νομίσματος, ενώ η διολίσθηση είναι μια πιο σταδιακή υποτίμηση του νομίσματος. Η ανάγκη για υποτίμηση του νομίσματος πηγάζει είτε από τις εξαιρετικά απότομες συνθήκες μεταβολής των διεθνών όρων που αποσταθεροποιούν την οικονομία και έτσι αυτή θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα γρήγορα. Κι ο πιο ανώδυνος σχετικά τρόπος για να γίνει αυτό είναι η υποτίμηση του νομίσματος. Ο άλλος τρόπος είναι η εσωτερική υποτίμηση όπως συμβαίνει σήμερα εντός ευρώ, μιας και δεν είναι δυνατό να υπάρξει υποτίμηση του νομίσματος. Σε κάθε περίπτωση η υποτίμηση ενός νομίσματος δεν συγκρίνεται από άποψη επιπτώσεων στην κοινωνία και την οικονομία με την εσωτερική υποτίμηση που σημαίνει βίαιη συρρίκνωση εισοδημάτων και οικονομίας.

    Ο άλλος λόγος που συμβαίνει η υποτίμηση του νομίσματος είναι η επιδίωξη της ανταγωνιστικότητας. Η λογική αυτή είναι παντελώς λανθασμένη. Κανενός είδους υποτίμησης του νομίσματος δεν έδωσε ποτέ ώθηση στην ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας. Εκτός από ορισμένες συγκυριακές περιπτώσεις όταν η παραγωγική μηχανή της οικονομίας έχει ήδη απογειωθεί. Η υποτίμηση του νομίσματος για λόγους ανταγωνιστικότητας βασίζεται στην υπόθεση ότι με τον τρόπο αυτό φτηναίνει το μεροκάματο, η εργασία, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που παράγονται εντός της χώρας και έτσι υποτίθεται θα αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών. Με την λογική αυτή η δραχμή υποτιμήθηκε την μεταπολιτευτική περίοδο κατά 90%. Μήπως βελτιώθηκε η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας; Ούτε κατά διάνοια. Βέβαια δεν είχε τα χάλια τα σημερινά, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι βελτίωσε τους διεθνείς όρους εμπορίου της. Στόχος μας θα πρέπει να είναι ευθύς εξαρχής η σταθεροποίηση του νέου εθνικού νομίσματος και όχι η υποτίμησή του. Κι αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο με κατά προτεραιότητα επένδυση στην παραγωγή και στην ζωντανή εργασία, που εκφράζεται πρώτα και κύρια στην ραγδαία άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας μετρούμενη με φυσικούς όρους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου