Powered By Blogger

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

Σημαντικό άρθρο του Μάρκου Τρούλη: "Η Τουρκία στη Λιβύη, ή μάλλον... νοτιοδυτικά της Ελλάδας"

Ο Ερντογάν εκτόξευσε απειλές εναντίον του Εκπροσώπου του Εθνικού Στρατού της Λιβύης, που ηγεαίται ο Χαφτάρ
Η πορεία της Λιβύης προς τη διάλυση και τη σημερινή εικόνα ενός πλήρως κατακερματισμένου –οιονεί– κράτους είναι πολυετής. Πλήθος διακυμάνσεων, κυρίως στο επίπεδο της ισορροπίας ισχύος μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, έχουν καλλιεργήσει την εικόνα μιας «αναμπουμπούλας», από την οποία φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει ο «λύκος».
Η Τουρκία υποστηρίζει δυναμικά την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (ΚΕΕ) με έδρα την Τρίπολη ενάντια στις δυνάμεις του στρατηγού Χαλίφα Χάφταρ, παρέχοντας έως και στρατιωτικό εξοπλισμό και εξωθώντας τους αντιπάλους στην ουσιαστική κήρυξη πολέμου στην Άγκυρα. Κατά τους τελευταίους μήνες ο Χάφταρ έχει διατάξει πλήγματα σε όποιον τουρκικό στόχο καθίσταται αντιληπτός, καθώς και τη σύλληψη Τούρκων πολιτών που θα βρεθούν στη ζώνη ελέγχου των δυνάμεών του.
Αποκορύφωμα της εμπλοκής της Άγκυρας αποτέλεσε η αποστολή τεθωρακισμένων, τα οποία ανέτρεψαν εν πολλοίς την ισορροπία δυνάμεων στη Λιβύη και επέφεραν σημαντικές νίκες για την ΚΕΕ, τη στιγμή κατά την οποία βρισκόταν υπό σημαντικότατη πίεση (Απρίλιος-Ιούνιος 2019).
Προς τι, όμως, ο συγκεκριμένος ζήλος;
Αναμφισβήτητα η Λιβύη διαθέτει μια εγγενώς υψηλή γεωπολιτική αξία, ιδιαιτέρως ως προς τον οικονομικό πυλώνα ισχύος της. Αρκεί να σημειωθεί ότι τα αποδεδειγμένα αποθέματα φυσικού αερίου ξεπερνούν το 1,5 δισ. κ.μ., ενώ τα αντίστοιχα αποδεδειγμένα αποθέματα πετρελαίου ανέρχονται σε περίπου 48 εκ. βαρέλια. Η κρισιμότητα των εν λόγω πόρων είναι περαιτέρω αξιοσημείωτη, αν λάβει κάποιος υπόψη ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της αξίας των εξαγωγών αφορά υδρογονάνθρακες, ενώ και η ίδια η εξαγωγική δυνατότητα ενισχύεται από το γεγονός της χαμηλής ζήτησης στο εσωτερικό (⅕ της παραγωγής κατευθύνεται στην εγχώρια αγορά).
Ενόσω κεντρικό στρατηγικό στόχο της Τουρκίας αποτελεί η ανάδειξή της σε διαμορφωτική συνιστώσα των προοπτικών ενεργειακής ασφάλειας της ευρωπαϊκής αγοράς, προφανώς ενδιαφέρεται για τον έλεγχο των εναλλακτικών παρόχων της ΕΕ. Εξάλλου, η ζήτηση στα κράτη-μέλη αυξάνεται, η παραγωγή της Βορείου Θάλασσας μειώνεται και γίνεται πιο κοστοβόρα, η εξάρτηση από τη Ρωσία δεν είναι επιθυμητή, και ο νότιος διάδρομος (Τουρκία, Ανατολική Μεσόγειος και Βόρειος Αφρική) προκύπτει ως η εναπομείνασα λύση. Γι’ αυτόν το λόγο, η στρατηγική της Άγκυρας στη Λιβύη κρίνεται ως άμεσα συνδεδεμένη με τη στρατηγική της έναντι της Κύπρου, καθώς μέλημα είναι ο πλήρης έλεγχος του «τέταρτου εναλλακτικού» διαδρόμου για τον «μεγάλο καταναλωτή», ήτοι την ΕΕ.
Ο δεύτερος λόγος επίδειξης ζήλου από πλευράς της Άγκυρας συνάδει με τη στρατηγική εικόνα της στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Πέραν της διακηρυγμένης στόχευσής της να καταστεί ηγεμονικός πόλος στο εν λόγω γεωπολιτικό σύμπλοκο, ενδιαφέρεται και για τη γενικότερη επικράτησή της εντός του μουσουλμανικού κόσμου. Τούτο δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα δίχως αξιοπιστία και κύρος, θεμελιωμένα επί απτών επιχειρησιακών δυνατοτήτων οι οποίες να εξισορροπούν αντιστοίχως αποτελεσματικά τις αλλότριες πηγές επήρειας, όπως εν προκειμένω της Αιγύπτου.
Στο πρόσφατο παρελθόν η Τουρκία έχει εξευτελιστεί όταν επιχείρησε να διαδραματίσει το ρόλο του «μεγάλου αδελφού» χωρίς χρήματα και επαρκείς ένοπλες δυνάμεις στον Καύκασο και στην κεντρική Ασία.
Έναντι ιδίων προκλήσεων βρίσκεται και σήμερα επιθυμώντας να αποδείξει ότι θέλει και μπορεί να επεμβαίνει στη Συρία, στο Ιράκ ή και στη Λιβύη δίχως να λογοδοτεί και δίχως να εξισορροπείται από υπέρτερες δυνάμεις, όπως συνέβη στην πρότερη περίπτωση με τη Ρωσία κατά τη δεκαετία του ’90. Με λίγα λόγια, το λιβυκό παίγνιο συνιστά ευκαιρία επίδειξης δύναμης ή δοκιμής με προοπτική τη «μεταποικιοκρατική εποχή», όπως την έχει οροθετήσει ο Αχμέτ Νταβούτογλου.
Τα ανωτέρω ενέχουν και τη διάσταση των επενδύσεων και της οικονομικής διείσδυσης. Πλήθος τουρκικών κατασκευαστικών εταιρειών και πάσης φύσεως «funds» δραστηριοποιούνται στη Λιβύη, ακόμη και εν τω μέσω του εμφυλίου. Αυτά έχουν ενδυναμώσει την τουρκική παρουσία στη χώρα και έχουν ταυτιστεί με την εμπλοκή της ίδιας της κυβέρνησης Ερντογάν, καθώς άλλωστε η διεθνής δραστηριοποίηση των τουρκικών επιχειρήσεων τίθεται προ πολλού υπό τη θεσμική προστασία και τον έλεγχο αρμόδιας διεύθυνσης του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών. Η ευθυγράμμιση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας με τις πολιτικοστρατηγικές προτεραιότητες της επίσημης τουρκικής πολιτείας είναι προ πολλού γεγονός.
Τελευταία πτυχή είναι προφανώς η Ελλάδα. Ο προαιώνιος φόβος της Άγκυρας για ενδεχόμενη στρατηγική περικύκλωσή της και αποκοπή της από τα διεθνή ύδατα σταδιακά αντιστρέφεται με τη στρατηγική περικύκλωση της Ελλάδας εκ μέρους της Τουρκίας. Η διμερής συνεργασία με την Αλβανία ήταν μόνο η αρχή, καθώς οι διπλωματικές κινήσεις της Τουρκίας στο επίπεδο της εμπλοκής της στην οροθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ με τη Λιβύη αποδεικνύουν ότι επιχειρείται η καλλιέργεια συνθηκών διάστασης μεταξύ Αθήνας και Τρίπολης, όπως συνέβη και στην περίπτωση των Τιράνων. Η στρατιωτική παρουσία της Άγκυρας είναι ακόμη ένα σημαντικό ζήτημα, ενόψει και της απαρχής ερευνών και εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης.
Ενώπιον των ως άνω ισορροπιών, η Ελλάδα δεν επιτρέπεται να μείνει αμέτοχη.
Η Λιβύη βρίσκεται στη γειτονιά της και οφείλει να έχει λόγο, ενώ η περαιτέρω ενίσχυση της συνεργασίας με την Αίγυπτο και την παρούσα κυβέρνηση του στρατηγού Αλ Σίσι δείχνει να επιβάλλεται εκ των συνθηκών. Διανύουμε τη φάση της καλλιέργειας συνθηκών αντισυσπειρώσεων έναντι του τουρκικού ηγεμονισμού, και με αυτόν το γνώμονα οφείλουμε να πορευόμαστε αν θέλουμε να υπερασπιστούμε τα εθνικά συμφέροντα και να εδραιώσουμε τη διαπραγματευτική θέση μας έναντι των διεθνών πόλων ισχύος. Ουδείς θα προστρέξει, αν εμείς οι ίδιοι δεν «τρέξουμε»...

Ινφογνώμων Πολιτικά

Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Από τον Μαρξ έως τον Λένιν και τον Στάλιν - Μια ριζωμένη προκατάληψη εναντίον των Ελλήνων

Μια ριζωμένη προκατάληψη εναντίον τωνASSOCIATED PRESS 
Γιώργος Καραμπελιάς
Συγγραφέας, Πολιτικός Αναλυτής
Η προκατάληψη του Λένιν, των μπολσεβίκων, αλλά και της σταλινικής ηγεσίας στη συνέχεια, εναντίον της Ελλάδας και των Ελλήνων, όπως διεγράφη τόσο στην περίπτωση της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της στήριξης του Κεμάλ, όσο και στην περίπτωση του Μακεδονικού, αποτελεί συνέχεια μιας ανάλογης προκατάληψης του Μαρξ και του Ένγκελς παλιότερα;
Η προκατάληψη του Μαρξ και του Ένγκελς[1] έχει διαφορετική αφετηρία από εκείνη των Ρώσων μαθητών τους, ωστόσο, όπως θα δούμε, υπάρχουν ορισμένες κοινές σταθερές. Πράγματι, στους Μαρξ και Ένγκελς –στροφή που ολοκληρώνεται μετά το 1853, και την «αναβολή» της Επανάστασης στην Ευρώπη, που μετά το ξέσπασμα του 1848 μπήκε σε ύφεση–, η Ρωσία καθίσταται ο κατ’ εξοχήν εχθρός της ευρωπαϊκής Επανάστασης και οι Έλληνες, καθώς και οι ελληνικές και σλαβικές επαναστατικές απόπειρες, καταδικάζονται ως υποκινούμενες από τη Ρωσία!
Σε αυτά τα πλαίσια, η οθωμανική Τουρκία καθίσταται, «αντικειμενικά», σύμμαχος του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, και οι ελληνικές εξεγέρσεις –ακόμα και οι κρητικές επαναστάσεις– όργανα του τσαρισμού, ηθελημένα ή αθέλητα. Μέσα σε αυτήν τη λογική μάλιστα, οι Μαρξ και Ένγκελς ανακαλύπτουν σταδιακώς και με αυξανόμενη επίταση όλο και περισσότερες αρετές στους Τούρκους και όλο και περισσότερα ελαττώματα στους Έλληνες! Ο Ένγκελς, στα 1885, χαρακτήριζε όλους τους βαλκανικούς λαούς «νανοφυλές»:
Αυτά τα άθλια συντρίμμια πρώην εθνών, Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες και ο υπόλοιπος ληστοσυρφετός, που εμπνέει ενθουσιασμό στον φιλελεύθερο Φιλισταίο, για να ωφελούνται οι Ρώσοι…, θέλουν σώνει και καλά να κόψουν τους λαίμαργους λαιμούς τους. Αυτό θα ήταν πολύ ωραίο… αν κάθε μια από αυτές τις νανοφυλές δεν αποφάσιζε για ειρήνη ή για πόλεμο στην Ευρώπη[2].
Ο Μαρξ, κατά τη διάρκεια της κρητικής επανάστασης του 1867, δεν συγκινείται καθόλου από τις σφαγές των Τούρκων και το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου και σε επιστολή του στον Γάλλο σοσιαλιστή και εκδότη εφημερίδας Vermorel, τον επιπλήττει γιατί «κάνετε το φύλλο σας να απηχεί ρωσικά (και ελληνικά, γιατί οι Έλληνες είναι τα όργανα των Ρώσων) ψεύδη, για τη λεγόμενη επανάσταση της Κρήτης»[3]. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, όταν σε μια νέα Κρητική εξέγερση οι Τούρκοι προέβησαν σε νέες βιαιότητες εναντίον των Ελλήνων, ο Ένγκελς θα χαρακτηρίσει τους επαναστάτες «Κρητικούς προβατοκλέφτες»[4], σε μια έκφραση απόλυτης περιφρόνησης, ενώ αντίθετα πολύ συχνά χαρακτηρίζονται μυθεύματα της ρωσικής προπαγάνδας οι αναφορές σε τουρκικές βαρβαρότητες[5] και επανειλημμένα εξαίρεται ο «Τούρκος αγρότης» για τις αρετές του.
Σύμφωνα με τον Ένγκελς, οι Έλληνες της Τουρκίας έχουν απλώς «δεχθεί την ελληνική γλώσσα, μολονότι στην πραγματικότητα είναι σλαβικής καταγωγής»[6], ενώ εκθειάζεται ο Φαλμεράυερ. Αυτό το τελευταίο επιχείρημα ήταν και ψυχολογικά αναγκαίο, ώστε να απεκδυθούν οι πατέρες του μαρξισμού κάθε πιθανή ενοχή για την παρασπονδία τους απέναντι στους απογόνους των Ελλήνων που τόσο θαύμαζαν, όπως όλοι οι Δυτικοί διανοούμενοι. Απλούστατα δεν ήταν αυθεντικοί Έλληνες, αλλά μάλλον «Σλάβοι»!
Και όμως και οι ίδιοι, μέχρι το καλοκαίρι του 1853, θα τάσσονται μάλλον με το πλευρό των Ελλήνων. Ο Ένγκελς ήδη το 1846 κατήγγελλε την Ιερά Συμμαχία για τη στάση της απέναντι στους Έλληνες που υφίσταντο την τουρκική καταπίεση:
«Ακόμα και το θείο δικαίωμα του Μεγάλου Τούρκου να κρεμάει και να κομματιάζει τους Έλληνες υπηκόους του, υποστήριξε για ένα διάστημα η Ιερά Συμμαχία· αλλά η περίπτωση αυτή ήταν πολύ χτυπητή, κι οι Έλληνες πήραν την άδεια να ξεγλιστρήσουν από τον τουρκικό ζυγό»[7]. Το 1850 δε, σε κοινό τους κείμενο, οι Μαρξ-Ένγκελς υποστήριζαν πως «ο πόλεμος εναντίον της Τουρκίας είναι αναγκαστικά πόλεμος ευρωπαϊκός»[8]Σε επιστολή του ο Ένγκελς, γράφει στον Μαρξ ακόμα και τον Φεβρουάριο του 1853:
Είναι πολύ καλό από μίαν άποψη το ότι οι Times, έστω και προς το συμφέρον της Ρωσίας, χτυπούν επιτέλους την παλιά βλακεία των φιλισταίων σχετικά με την ακεραιότητα της Τουρκίας[9]!
Όμως, μόλις ένα μήνα μετά, αρχίζει η στροφή: Σε μια πρώτη στιγμή, απλώς η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν πρέπει να γίνει προς το συμφέρον της Ρωσίας, θέση που διατηρούν στα αμέσως επόμενα κείμενά τους ο Ένγκελς και ο Μαρξ μέχρι τον Αύγουστο του 1853:
H διατήρηση της τούρκικης ανεξαρτησίας ή, σε περίπτωση πιθανής διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ματαίωση του ρωσικού σχεδίου προσάρτησης, είναι ζήτημα ύψιστης σημασίας. Στο σημείο αυτό συμβαδίζουν τα συμφέροντα της Επαναστατικής Δημοκρατίας και της Αγγλίας[10].
Ο Μαρξ, τέλος, έγραφε, για τελευταία φορά, προς μια τέτοια κατεύθυνση, στις 5 Αυγούστου 1853, επικρίνοντας τους Δυτικούς:
Όντας πολύ αδύναμες (οι δυτικές δυνάμεις) ή πολύ δειλές για να επιχειρήσουν την ανασυγκρότηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την ίδρυση μιας ελληνικής επικράτειας ή μιας Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας σλαβικών κρατών, ο μόνος τους σκοπός είναι η διατήρηση του status quo, δηλαδή της κατάστασης της σήψης…[11]
Η εθνική αποκατάσταση των Ελλήνων και των Σλάβων των Βαλκανίων αποτελούσε ακόμα για τον Μαρξ μια ορθή πιθανή διέξοδο στο Ανατολικό Ζήτημα. Ήταν η τελευταία έκφραση μιας στάσης που λαμβάνει υπόψη της όχι μόνο τους ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων, αλλά και την ύπαρξη και τα συμφέροντα των λαών.
Ωστόσο, αμέσως μετά το καλοκαίρι του 1853, ο Μαρξ και ο Ένγκελς θα ολοκληρώσουν τη μετάβασή τους και θα ταυτιστούν ολοκληρωτικά και αμετάκλητα με τις θέσεις των «φιλισταίων», που κατήγγελλαν μόλις μερικούς μήνες πριν, και πλέον θα εμμένουν σταθερά –ή και εμμονικά– σε αυτές, σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους: Κάθε ανατροπή του staus quo στην Τουρκία είναι προς το συμφέρον της Ρωσίας και της «αντεπανάστασης», και οι Έλληνες ή οι λοιποί Βαλκάνιοι μεταβάλλονται, όπως είδαμε, σε περιτρίμματα λαών, τα συμφέροντα των οποίων δεν μετράνε διόλου σε αυτή την «επαναστατική ζυγαριά».
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, εξαιρετικά δυτικοί, οικονομιστές και «Γερμανοί», υποτιμούσαν εν τέλει βαθύτατα τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και τους Έλληνες, τους οποίους έβλεπαν σαν «εμπόδιο» στο ευρωπαϊκό προλεταριάτο και παρεμπιπτόντως στην Αγγλία, που προοριζόταν από τους νόμους της καπιταλιστικής συσσώρευσης να επαναστατικοποιήσει όλη την οικουμένη. Γι’ αυτό αδιαφορούσαν όχι μόνο για την τύχη μερικών δεκάδων χιλιάδων Κρητικών, αλλά και των εκατοντάδων εκατομμυρίων Ινδών, μπροστά στα συμφέροντα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και, συνεπώς, της ενίσχυσης του προλεταριάτου! Ο «δυτικός μαρξισμός», τον οποίο επικρίνει σε κάποιο βαθμό ο Πέρρυ Άντερσον[12], είναι στην πραγματικότητα ο αυθεντικός μαρξισμός.
Το πόσο «Γερμανοί» παρέμεναν εξάλλου ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν καταδεικνύεται μόνο στην περίπτωση της υποστήριξης της γερμανικής ενοποίησης κάτω από την Πρωσία του Βίσμαρκ, αλλά και από την πίστη τους ότι τίποτε δεν έπρεπε να διαταράσσει την πορεία του γερμανικού προλεταριάτου, κατ’ εξοχήν. Στην προαναφερθείσα επιστολή του στον Μπέμπελ, όπου χαρακτηρίζει ληστοσυρφετό τους βαλκανικούς λαούς, ο Ένγκελς, συνεχίζοντας, αποκαλύπτει τα βαθύτερα κίνητρά του:«Το κίνημά μας πάει τόσο ωραία μπροστά… και χρειαζόμαστε επιτέλους μερικά ακόμα χρόνια ήσυχης εξέλιξης κι ενίσχυσης, έτσι ώστε δεν είναι δυνατό να επιθυμούμε μια μεγάλη πολιτική έκρηξη…»[13] Και, προφανώς, δεν ήταν δυνατόν «άθλια συντρίμμια πρώην εθνών» να απειλούν την ειρηνική ανέλιξη του γερμανικού προλεταριάτου, με άκαιρες επαναστάσεις και πολέμους! Γι’ αυτό λοιπόν ας κατασταλούν τελικώς, από τους Άγγλους και τους Τούρκους! 

Οι μπολσεβίκοι και οι Έλληνες

Βέβαια, η προκατάληψη του Λένιν, του Τρότσκι ή του Στάλιν δεν έχει την ίδια αφετηρία με εκείνη των Μαρξ και Ένγκελς. Τώρα πλέον η Ρωσία έχει αντικαταστήσει τη Γερμανία ως πατρίδα της Επανάστασης, αλλά οι Έλληνες και οι εθνικές τους διεκδικήσεις βρίσκονται και πάλι στη «λάθος» πλευρά της Ιστορίας! Κατά παράδοξο τρόπο, δε, η Τουρκία βρίσκεται και πάλι στην πλευρά των συμμάχων της Επανάστασης, όπως συνέβαινε με τους Μαρξ και Ένγκελς· τότε γιατί συμμαχούσε με την Αγγλία κατά της Ρωσίας, τώρα γιατί συμμαχούσε με την επαναστατική Ρωσία και πάλι κατά της Αγγλίας, που είχε προς στιγμήν αποφασίσει να άρει την υποστήριξή της προς την Τουρκία! Και αμέσως μετά το 1922, στο βαλκανικό πεδίο, και πάλι η Ελλάδα «εμποδίζει» την Επανάσταση στη Βουλγαρία, η οποία ήταν επί θύραις, όπως ήταν κάποτε η ευρωπαϊκή για τους Μαρξ και Ένγκελς, και επομένως πρέπει να υποχωρήσει στο Μακεδονικό.
Προφανώς, η αποστολή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία το 1919, από την κυβέρνηση Βενιζέλου, λειτούργησε αρνητικά· διότι όχι μόνο αποτέλεσε ένα πρόσχημα για τη στήριξη του κεμαλισμού από τον Λένιν, αλλά είχε και δραματικές συνέπειες για τον ελληνισμό της Σοβιετικής Ένωσης, με τις διώξεις κατά των Ποντίων και την επιγενέστερη εξορία τους στην Κεντρική Ασία. Αρκεί όμως για να εξηγήσει τη σχεδόν εμμονική επικέντρωση των Ρώσων στον «ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα» της πολιτικής της Ελλάδας, που επαναλαμβάνεται σε απειράριθμες αποφάσεις της ΚΔ, της ΒΚΟ και του ΚΚΕ, τουλάχιστον μέχρι το 1934, σε ευθεία αντιπαράθεση με την ιστορική πραγματικότητα;
Τωόντι, η συμμαχία του Λένιν με τον Κεμάλ απέβη καθοριστική για τη σταθεροποίησή του κατά το 1921, επιτρέποντάς του να συνάψει στη συνέχεια συμμαχίες και με τις δυτικές δυνάμεις. Σε εκείνη τη φάση, ο εμφύλιος πόλεμος και η επέμβαση των δυτικών δυνάμεων είχαν ουσιαστικά λάβει τέλος, με την οριστική επικράτηση των μπολσεβίκων στις αρχές του 1921. Την ίδια στιγμή, όμως, τα τουρκικά στρατεύματα προήλαυναν στην Υπερκαυκασία και, στις 11 Μαρτίου 1921, κατέλαβαν και το Βατούμ. Αμέσως μετά, στις 16 Μαρτίου 1921, υπεγράφη η ρωσο-τουρκική συνθήκη, η οποία υπήρξε εξαιρετικά ευνοϊκή για την Τουρκία, όχι μόνο έναντι των Ελλήνων αλλά και έναντι των Αρμενίων, οι οποίοι κλήθηκαν μάλιστα «να υποστούν θυσίες για το συμφέρον του κομμουνισμού»[14]! Ήδη τον Μάιο του 1921, έφθασε στην Άγκυρα ένα πρώτο «έμβασμα» τεσσάρων εκατομμ. ρουβλίων, που επέτρεψαν πληρωθούν οι ιταλικές προμήθειες όπλων, ενώ ακολούθησαν άλλα έξι εκατομμ. ρούβλια και σημαντικές αποστολές όπλων και πολεμοφοδίων[15].
Αυτή η πολιτική των μπολσεβίκων σφράγισε αποφασιστικά και το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα. Το γεγονός ότι στο εσωτερικό του κυριάρχησε μια κατεξοχήν α-εθνική, ψευδο-διεθνιστική γραμμή, καθορίστηκε αποφασιστικά από τη Ρωσία και την Κομμουνιστική Διεθνή. Ήταν τόσο μεγάλη η αίγλη και η απήχηση της πρώτης επιτυχημένης σοσιαλιστικής επανάστασης, ώστε εκείνες οι φωνές που, στο εσωτερικό του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος, έβλεπαν τη σημασία του εθνικού ζητήματος σε μια χώρα η οποία δεν είχε πραγματοποιήσει την εθνική της ολοκλήρωση, πνίγηκαν κυριολεκτικά.Οι απόψεις του Ιθακήσιου Πλάτωνα Δρακούλη, του Πόντιου Γεώργιου Σκληρού και του Κωνσταντινουπολίτη Νίκου Γιαννιού[16], θα εξαφανιστούν κυριολεκτικά κάτω από τη στήριξη που θα προσφέρει η Κ.Δ. στην τουλάχιστον α-εθνική Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης και τους νεαρούς μπολσεβίκους του νεοσύστατου κομμουνιστικού κόμματος.
Η απόρριψη της Μικρασιατικής Εκστρατείας ως ιμπεριαλιστικής-επεκτατικής θα αποτελέσει την αφετηρία για την ex post άρνηση του όποιου εθνικοαπελευθερωτικού πυρήνα της «Μεγάλης Ιδέας», που με τη σειρά της αποτελεί το σημείο-κλειδί για τη διαμόρφωση της αεθνικής ιδεολογίας του ελληνικού κομουνιστικού κινήματος.
Στηριγμένη στο γεγονός της συμμαχίας του ελληνικού κράτους με τους Αγγλογάλλους, κύριο εχθρό των μπολσεβίκων τότε, η ανάλυση της ελληνικής αριστεράς θα επικεντρωθεί αποκλειστικά σε αυτό το ζήτημα και όχι στην εσωτερική πραγματικότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, κατά συνέπεια, των ελληνικών πληθυσμών εκεί. Τι θα έλεγαν σήμερα, π.χ., όταν οι Κούρδοι συμμαχούν ακόμα και με τις ΗΠΑ για να επιτύχουν την απελευθέρωσή τους; Ότι το κίνημά τους είναι «αντιδραστικό»; Αποσιωπούν έτσι το κεντρικό, ιστορικών διαστάσεων, γεγονός της ιστορικής ευκαιρίας που δινόταν στους Έλληνες του Πόντου και της Ιωνίας, τους Αρμενίους, τους Κούρδους, τους Άραβες και τους άλλους λαούς της αυτοκρατορίας, να αποτινάξουν έναν προαιώνιο ζυγό – που ήδη είχε αρχίσει να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά γενοκτονίας, με τη συνεπικουρία των Γερμανών. Για τους λαούς της περιοχής, οι λόγοι που έσπρωξαν τις δυτικές δυνάμεις να στραφούν κατά των Οθωμανών αποτελεί δευτερεύον γεγονός. Τέλος, ανακαλύπτουν και ένα «τουρκικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα», που αντιστεκόταν ενάντια στην «ιμπεριαλιστική επέμβαση» των Ελλήνων – αγνοώντας την παρουσία 2,5 εκατομμυρίων Ελλήνων και το γεγονός ότι αυτό το «εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα» εκδηλωνόταν κατ’ εξοχήν μέσα από την εθνοκάθαρση των χριστιανικών λαών της Μικράς Ασίας.
«Ξεχνούσαν» έτσι, πως ένας λαός κατακτητών, όπως ο τουρκικός, δεν είχε στην πραγματικότητα εσωτερικές επαναστατικές δυνατότητες, όπως απεδείχθη από όλη την ιστορική του διαδρομή, και οι αντιδράσεις του έπαιρναν υποχρεωτικά τη μορφή της γενοκτονίας των αλλοφύλων! Η βασική προϋπόθεση, όπως έλεγαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, για να αφυπνιστεί το αγγλικό προλεταριάτο και να εγκαταλείψει τον σοσιαλ-σωβινισμό του, θα ήταν να πάψει να εκμεταλλεύεται τους Ιρλανδούς. Έτσι και στην Τουρκία, η μόνη προϋπόθεση για να εμφανιστεί ένας όντως «δημοκρατικός λαός» θα ήταν να πάψει να καταπιέζει άλλους λαούς και μειονότητες. Και όμως, αυτή την αλφαβήτα, όχι απλώς του μαρξισμού, αλλά του κοινού νου, θα αρνούνται όλοι οι Έλληνες experts ès marxisme, ακολουθώντας τη σταθερά ανθελληνική σοβιετική πολιτική των πρώτων δεκαετιών.
Πιστεύω πως οι αιτίες γι’ αυτή την πολιτική είναι πολλές και έχουν βαθιές ιστορικές ρίζες, που συχνά παραθεωρούμε. Μια πρώτη –ιδιαίτερα σημαντική και παρασιωπούμενη αιτία– βρίσκεται στο γεγονός πως η Σοβιετική Ρωσία περιλάμβανε στους κόλπους της δεκάδες εκατομμύρια μουσουλμάνους – τουρκόφωνους στην πλειοψηφία τους. Έτσι, μια σταθερά της ρωσικής και σοβιετικής πολιτικής, παρά τον ανταγωνισμό της με την Τουρκία, είναι να παίρνει υπ’ όψη της το βάρος αυτών των μεγάλων πληθυσμών. Εξάλλου, το τουρκο-σοβιετικό σύμφωνο, υπεγράφη πέντε μέρες μετά την κατάληψη του ρώσικου τότε Βατούμ από τα τουρκικά στρατεύματα[17]

Ο «Μακεδονισμός»

Καθ’ όλη την ιστορική περίοδο της διαμόρφωσης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, από το 1918 μέχρι το 1935, η πολιτική της σοβιετικής ηγεσίας, της Κομμουνιστικής Διεθνούς (αλλά και της Κομινφόρμ μετά τον πόλεμο), θα επιβάλει μια ψευδο-διεθνιστική αντίληψη περί «ελληνικού ιμπεριαλισμού» και επεκτατισμού – και εξαιτίας της ανοικτά φιλοβουλγαρικής πολιτικής τους, με αφετηρία το Μακεδονικό Ζήτημα. Το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα ήταν ιδιαίτερα ασθενές και εθεωρείτο αμελητέα ποσότητα ενώ, αντίθετα, εθεωρείτο άμεσα εφικτή μια επανάσταση στη Βουλγαρία[18], με τη συνεργασία των Βουλγάρων «Μακεδόνων», η οποία θα πυροδοτούσε μια γενικευμένη έκρηξη στο σύνολο των Βαλκανίων. Συναφώς, η σοβιετική ηγεσία στήριζε ανοικτά τον μακεδονισμό των Βουλγάρων αγροτιστών και κομμουνιστών – που με τον Μπλαγκόεφ, τον Δημητρώφ, τον Κολάρωφ, πρωταγωνιστούσαν στο στερέωμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και συνοδοιπορούσαν με τους μπολσεβίκους ήδη από το 1914. Εξάλλου, το σχήμα, θεωρητικώς τουλάχιστον, εμφανιζόταν ως απολύτως «αντισωβινιστικό», δεν προέβλεπε ενσωμάτωση στη Βουλγαρία, αλλά τη συγκρότηση ενός νέου, ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους – στη φρασεολογία τουλάχιστον της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας. Άλλωστε, οι αποφάσεις των τελευταίων ήταν υποχρεωτικές για τα κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής, που αποτελούσαν τμήματά τους, υποκείμενα στον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό[19].
Όταν αναφερόμαστε σε επιβολή της σχετικής αντίληψης της Κομμουνιστικής Διεθνούς, κυριολεκτούμε. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Τρίτου Έκτακτου Συνεδρίου του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), το 1924Στο 5ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ, Μόσχα 17/6-8/7/1924), είχε ληφθεί η απόφαση «περί ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης», απόφαση που είχαν αποδεχτεί οι αντιπρόσωποι του ελληνικού ΚΚ στο συνέδριο, Παντελής Πουλιόπουλος και Σεραφείμ Μάξιμος, οι οποίοι και ανέλαβαν να τη μεταφέρουν στο ΣΕΚΕ-ΚΚΕ. Όμως, η τότε ηγεσία του κόμματος –ιδιαίτερα ο τότε γραμματέας, Θωμάς Αποστολίδης, καθώς και ο Γιάννης Κορδάτος– αντιδρούσε έντονα και «κωλυσιεργούσε», όπως άλλωστε και το γιουγκοσλαβικό ΚΚ, στην αποδοχή και εφαρμογή της «μακεδονικής γραμμής» της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, που κυριαρχούνταν από τους Βουλγάρους. Έτσι, το Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ (26/11-3/12 1924) συγκλήθηκε –μάλλον παρά τη θέληση της ηγεσίας του– από τον εκπρόσωπο της Κ.Δ., Ντιμίτρι Μανουήλσκι (ειδικό για τα βαλκανικά θέματα).
Στη συζήτηση πάνω στο εθνικό ζήτημα, ο Αποστολίδης προσπάθησε μάταια να αποκρούσει τους Μανουήλσκι και Πουλιόπουλο, καταδεικνύοντας πως, με την εγκατάσταση των προσφύγων και την ανταλλαγή των πληθυσμών, έχει πάψει να υφίσταται «Μακεδονικό Ζήτημα» στην Ελλάδα. Τελικώς, το συνέδριο υιοθέτησε το σύνθημα της «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και της ενιαίας και ανεξάρτητης Θράκης», αντικατέστησε τον Αποστολίδη, ορίζοντας ως νέο γραμματέα τον «διεθνιστή και μακεδονιστή» Παντελή Πουλιόπουλο, μελλοντικό ηγέτη του ελληνικού τροτσκισμού[20]Ο Πουλιόπουλος, μάλιστα, έθεσε σε περίοπτη θέση το Μακεδονικό στην ατζέντα του κόμματος, και σε σχετικό άρθρο του στον Ριζοσπάστη της 14/12/1924, υπό τον τίτλο «Το Μακεδονικό Ζήτημα», έγραφε:«Η ελληνική πλουτοκρατία καταδυναστεύει ένα μέρος του μακεδονικού και θρακικού λαού… Αν δεν συντρίψουμε τον εθνικό ζυγό της ντόπιας μπουρζουαζίας που βαρύνει στη Μακεδονία και στη Θράκη, δεν μπορούμε να τσακίσουμε τον κοινωνικό ζυγό της ίδιας μπουρζουαζίας που βαρύνει επάνω σ’ εμάς».
Το ελληνικό «τμήμα» προσαρμόστηκε εν τέλει στη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της ΒΚΟ και δεν έπαυε στη συνέχεια να επανέρχεται σε αυτήν παρά τις διώξεις των μελών του – ανάμεσά τους και με το περιβόητο «Ιδιώνυμο» του Βενιζέλου– καθώς και την απομαζικοποίηση που επέφερε· παρ’ όλα αυτά, πολύ συχνά, η ηγεσία του κόμματος κατηγορούνταν ότι δεν εφάρμοζε με ιδιαίτερη ζέση τη σχετική «γραμμή» και αυτή θα έπρεπε να επανεπιβεβαιώνεται.
Αυτή η πολιτική της σοβιετικής ηγεσίας και της Κομμουνιστικής Διεθνούς αποτελούσε στην πραγματικότητα συνέχεια της σλαβόφιλης πολιτικής την οποία εγκαινίασαν οι Ρώσοι από τον Κριμαϊκό Πόλεμο και εφεξής και την οποία συνέχισαν οι Σοβιετικοί. Αυτή η σλαβόφιλη πολιτική θα οδηγήσει τους Ρώσους να στηρίξουν συστηματικά τις σωβινιστικές διεκδικήσεις της Βουλγαρίας, κατά τον ύστερο 19ο αιώνα, ενώ οι μπολσεβίκοι θα τάσσονται προνομιακά υπέρ των Βουλγάρων συντρόφων τους ως προς το Μακεδονικό, που το θεωρούσαν κλειδί για να επιτύχουν την περιπόθητη επανάσταση στα Βαλκάνια, που θα έσπαζε την απομόνωση της Σ.Ε. Έτσι, η απελευθέρωση ενός μέρους της Μακεδονίας από τα ελληνικά στρατεύματα, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, μεταφραζόταν σε μια ακόμα εκδήλωση του ελληνικού «επεκτατισμού». Ξεχνούσαν, δηλαδή, ότι οι Έλληνες αποτελούσαν την πλειοψηφία στη Μακεδονία ήδη κατά την οθωμανική περίοδο· ότι μετά την κατάληψη της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρία ή του Μοναστηρίου από τη Γιουγκοσλαβία, όπου κατοικούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, ακολούθησαν ανταλλαγές πληθυσμών όχι μόνο με τους Τούρκους, αλλά και τους Βουλγάρους, με αποτέλεσμα να γίνει συντριπτική η πληθυσμιακή υπεροχή των Ελλήνων.
Η Ελλάδα, η οποία και διέθετε τους πολυπληθέστερους ανταλλαγέντες πληθυσμούς, υπήρξε συνολικά χαμένη και όχι κερδισμένη από τη διευθέτηση που ακολούθησε τους πολέμους της περιόδου 1912-1922. Η ανακίνηση, επομένως, ζητήματος «ανεξάρτητης Μακεδονίας-Θράκης», στις νέες συνθήκες, όπου οι Σλαβομακεδόνες αποτελούσαν μια μικρή μειονότητα στην ελληνική Μακεδονία, αποτελούσε ανοικτή παραβίαση του κοινού νου, όπως το υπογράμμιζε και ο ΓΓ. του ΚΚΕ Θωμάς Αποστολίδης το 1924. Αυτή η εμμονή τροφοδοτούσε στην πραγματικότητα τον βουλγαρικό επεκτατισμό που, είτε ως «μακεδονισμός», είτε ως βουλγαρική κατοχή κατά τον Β΄ Πόλεμο, επισώρευσε αναρίθμητες ωδίνες στους ελληνικούς πληθυσμούς.
Αλλά και ο βαθιά ριζωμένος μαρξιστικός οικονομισμός λειτουργούσε προς την κατεύθυνση της καταγγελίας του «ελληνικού ιμπεριαλισμού». Το γεγονός δηλαδή ότι οι Έλληνες αστοί και έμποροι κατείχαν έναν προνομιακό οικονομικό ρόλο, ως η κατ’ εξοχήν αστική τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο ακόμα και στη Νότια Ρωσία, μετέβαλλε τους Έλληνες σε «ιμπεριαλιστές»[21]! Ξεχνώντας ότι οι Έλληνες ανήκαν σε ένα κάποτε μεγάλο έθνος, που βρισκόταν κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, ότι είχαν υποστεί αναρίθμητες εκατόμβες τους μακρούς αιώνες της σκλαβιάς τους και ότι, τελικώς, το «ξίφος» αποφάσισε υπέρ του πραγματικού επεκτατισμού, του τουρκικού, ενώ η ελληνική παρουσία συρρικνώθηκε δραματικά και στα υπόλοιπα Βαλκάνια, κατά τη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Όσο για τη στενή, κάποτε, σχέση των Ελλήνων μεγαλεμπόρων με τις δυτικές δυνάμεις, ως οι εμπορικοί ενδιάμεσοί τους στα Βαλκάνια και την Ιωνία, αυτή δεν αναιρούσε τη θέση του ελληνικού λαού ως καταπιεζόμενου έθνους. Και αυτός ο οικονομισμός –σύμφυτος με τον μαρξισμό και θεμελιώδης ιδεολογική σταθερά του σταλινισμού– επεβλήθη σε όλη την αριστερά ανεξαιρέτως και προφανώς λειτουργούσε ως ενισχυτικό της σοβιετικής δυσπιστίας προς τους «Έλληνες», με δεδομένο μάλιστα το γεγονός ότι διέθεταν και το ασθενέστερο κομμουνιστικό κίνημα μέχρι τον Β΄ ΠΠ.
Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις, και σε εκείνη των Μαρξ-Ενγκελς και των Λένιν-Στάλιν, η ίδια περιφρόνηση προς τους μικρότερους λαούς, τα δεινά τους και τις επαναστάσεις τους, η ιδία κατά βάθος βαθιά ριζωμένη σωβινιστική λογική είτε δυτικού αγγλο-γερμανικού είτε ρώσικου χαρακτήρα.

[1] Βλ. K. Marx – Fr. Engels [Π. Κονδύλης (εισαγ. επιμ.)], Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, Γνώση, Αθήνα 1985.
[2] K. Marx – Fr. Engels [Η Ελλάδα, η Τουρκία, ό.π., σ. 454 (Ένγκελς, επιστολή στον Μπέμπελ 17-11-1885).
[3] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σσ. 423-424 (Επιστολή του Μαρξ στον Vermorel, 27/8/1867).
[4] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σ. 468 (Επιστολή του Ένγκελς στον Fr. A. Sorge, 17.8.1989).
[5] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σσ. 66-67 (Κονδύλης, «Εισαγωγή»), σσ. 214 (Μαρξ, άρθρο στην People’s Paper, 29.10.1853), σ. 428 (Ένγκελς, επιστολή στον Μαρξ 25.8.1876).
[6] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σσ. 98,122 (Ένγκελς, άρθρα στη Νew York Daily Tribune, στις 7.4.1853 και στις 21.4.1853).
[7] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σ. 81 (Ένγκελς, Northern Star, 4.4.1846).
[8] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σ. 86 (Κ. Μαρξ-Φρ. Ένγκελς, Neue Rheinische Zeinung, Φεβρουάριος 1850).
[9] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σ. 89 (Ένγκελς, επιστολή στον Μαρξ 9.3.1853).
[10] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σ. 111 (Ένγκελς, Νew York Daily Tribune, 12.4. 1853. βλ και 19.4ή στις 21.4 στην ίδια εφημερίδα καθώς και Μαρξ στην ίδια εφημερίδα 19 .7. και 5. 8.1853).
[11] K. Marx – Fr. Engels., ό.π., σ. 157 (Μαρξ, στη Νew York Daily Tribune, στην ίδια εφημερίδα 5. 8. 1853).
[12] Πέρρυ Άντερσον, Ο δυτικός μαρξισμός, Κέδρος, Αθήνα 2005.
[13] K. Marx – Fr. Engels, ό.π., σ. 454 (Ένγκελς, επιστολή στον Μπέμπελ 17-11-1885).
[14] Βλ. A. Skacko, «Armenija: na predstyascej Konferencii» (Η Αρμενία στην προκαταρκτική Συνδιάσκεψη), Zisn nacional’ nostej, 6(104) 1921, σ. 2, πρτθ. από τον Paul Dumont, Κεμάλ, ο δημιουργός της νέας Τουρκίας, Κούριερ Εκδοτική, Αθήνα 1998, σσ. 129, 230.
[15] Paul Dumont, Κεμάλ, ό.π., σσ. 131, 132,145,146.
[16] Βλ. Γ. Καραμπελιάς (επιμ.), Η αριστερά και το ανατολικό ζήτημα (Σκληρός, Γληνός Δραγούμης), Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1998· Παναγιώτης Νούτσος, Νίκος Γιαννιός, τυπωθήτω/Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 1997.
[17] Πρόκειται για μια σταθερά της ρωσικής πολιτικής, από τον τσάρο Αλέξανδρο μέχρι τον… Πούτιν. Ο τσάρος Αλέξανδρος, σύμφωνα με τον Καποδίστρια, δίσταζε να παρέμβει εναντίον της Τουρκίας το 1815-1816, δίοτι φοβόταν τις αντιδράσεις των μουσουλμανικών πληθυσμών της ρωσικής αυτοκρατορίας (βλ. Γ. Καραμπελιάς, 1821, Η παλιγγενεσία, Αθήνα 2015, ΕΕ, σ 279. ). Και σήμερα, και στην πολιτική του Πούτιν έναντι της Τουρκίας, προφανώς κάποιο ρόλο (sic) διαδραματίζουν τα 25 εκατομμ. μουσουλμάνων της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
[18] Βλ. σχετικά, Χέλμουτ Γκρούμπερ, Επανάσταση στην Ευρώπη (1917-1923), Κομμούνα, Αθήνα 1985, Μέρος ΙV, «1923, Το τέλος της παγκόσμιας επανάστασης, ο Βουλγαρικός Ιούνης και ο Γερμανικός Οκτώβρης», σσ. 239-304· Joseph Rothschild, TheCommunist Party Of Bulgaria: Origins And Development 1883-1936, Columbia UP, Νέα Υόρκη 1959.
[19] Πράγματι, οι αποφάσεις της ΚΔ δεν είχαν συμβουλευτικό χαρακτήρα, η Διεθνής ήταν το παγκόσμιο Κομμουνιστικό Κόμμα, και τα κατά τόπους εθνικά κόμματα ήταν υποχρεωμένα να εφαρμόζουν απαρέγκλιτα τις εντολές της.
[20] Βλ. Αλέξανδρος Δάγκας, Γιώργος Λεοντιάδης, Κομιντέρν και μακεδονικό ζήτημα, Το ελληνικό παρασκήνιο, 1924, Επίκεντρο, Αθήνα 2008· «Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ(ΚΚΕ)» – Πρακτικά, Ιστορικό Τμήμα ΚΕ του ΚΚΕ.
[21] Βλ. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Α΄ τόμος 1919-1949, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2012.

Πρώτη δημοσίευση στο Άρδην τ. 109

Ινφογνώμων Πολιτικά

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

Τουρκική «καλή θέληση»: Αττίλας αστακός, σε επιθετική διάταξη

Γράφει ο Γιάννος Χαραλαμπίδης
Πώς οι Κυβερνήσεις διέλυσαν το Δόγμα, ξήλωσαν την ΕΦ, έβαλαν στο ράφι τα νομικά και πολιτικά εργαλεία της ΕΕ και πώς το Κυπριακό οδηγείται είτε σε τουρκική λύση είτε σε αδιέξοδο
Ενώ γίνεται λόγος για τριμερή στη Νέα Υόρκη και για άτυπη ή τυπική Πενταμερή, για αποχώρηση των στρατευμάτων και κατάργηση των εγγυήσεων, καθώς και για καλή ή όχι τουρκική θέληση, ο Αττίλας είναι στην Κύπρο αστακός. Και σε επιθετική διάταξη. Χωρίς, μάλιστα, να υπάρχουν ενδείξεις και πρόθεση αποχώρησής του για στρατηγικούς λόγους, καθώς και κουλτούρας, που σχετίζονται με την εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Τουρκία. Κατά τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη την περασμένη Παρασκευή, ο κατοχικός Μουσταφά Ακιντζί ήταν σαφής επί του θέματος. Καμιά αλλαγή στάσης, ούτε στο θέμα της πλήρους αποχώρησης ούτε σε εκείνο των εγγυήσεων. 
Πηγές από ξένους διπλωμάτες αναφέρουν ότι «η Άγκυρα είναι δύσκολο να δεχθεί την πλήρη αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων. Οι τουρκικοί σχεδιασμοί δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο. Είναι θέμα κουλτούρας και εσωτερικής πολιτικής σκηνής, καθώς και στόχων. Αυτά προκύπτουν από τις επαφές των εμπλεκομένων στο Κυπριακό με την τουρκική Κυβέρνηση, αλλά και με την αντιπολίτευση». Τις προάλλες, άλλωστε, ο Τούρκος Υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ δήλωσε από τα κατεχόμενα τα εξής: «Κανένας να μην προσπαθήσει να δοκιμάσει την ισχύ μας, γιατί το τίμημα θα είναι μεγάλο».
Πώς έχουν μπει στο ράφι τα εργαλεία της ΕΕ
Από την ταξική στη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση του Κυπριακού
Ο πανίσχυρος Αττίλας
Η Τουρκία στηρίζει τη δράση της σε δυο αντίστροφες καταστάσεις. Η μία είναι η δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει η Εθνική Φρουρά και τα οπλικά της συστήματα παρά την αγορά από τη Σερβία πυροβολαρχιών αυτοκινούμενων πυροβόλων 155 χιλιοστών. Η άλλη είναι η πλήρης τουρκική υπεροχή, που δίνει το πλεονέκτημα στην Άγκυρα να επιβάλλεται διά της σκιάς της ισχύος της. Οι Τούρκοι είναι οργανωμένοι σε μείζονα σχηματισμό επιπέδου Σώματος Στρατού («Διοίκηση Τουρκικών Ειρηνευτικών Δυνάμεων στην Κύπρο» (Kıbrıs Türk Barış Kuvvetleri Komutanlığı: KTBK). Ως εκ τούτου διαθέτουν:
Α. 2 Μηχανοκίνητες Μεραρχίες πεζικού (28η και 39η)
Β. 1 Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία (14η)
Γ. 1 Mηχανοκίνητο Σύνταγμα (ΤΟΥΡΔΥΚ Kıbrıs Türk Kuvvetleri Alayı: KTKA))
Δ. 1 Σύνταγμα Καταδρομών
Ε. 1 Σύνταγμα Πυροβολικού
ΣΤ. 1 Ναυτική Διοίκηση. Σε αυτές τις δυνάμεις προστίθενται οι λεγόμενες Δυνάμεις Ασφαλείας του ψευδοκράτους («Διοίκηση Δυνάμεων Ασφαλείας»,Güvenlik Kuvvetleri Komutanlığı: GKK). Η Δύναμη αυτή είναι συγκροτημένη σε σχηματισμό επιπέδου Μεραρχίας από το 1976 και στελεχώνεται από Τουρκοκυπρίους. Περιλαμβάνει 4 Συντάγματα Πεζικού (2 ενεργά και 2 επιστρατευμένα), καθώς και τα «Σώματα Ασφαλείας» του ψευδοκράτους. Η Μεραρχία διοικείται από Τούρκο ανώτατο αξιωματικό με βαθμό Ταξιάρχου, ενώ καθήκοντα υποδιοικητή ασκεί ομοιόβαθμος Τουρκοκύπριος.
Η Τουρκία διαθέτει παρανόμως στην Κύπρο: Α) 287 άρματα μάχης Μ48Α5 Τ2 και 41 Leopard 2A4.
Β) 640 ερπυστριοφόρα τεθωρακισμένα μεταφοράς προσωπικού και μάχης M113 και NUROL.
Δ) Πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων και δη 155 χιλιοστών (Αναλυτικότερα στο πυροβολικό ο Αττίλας διαθέτει
72 αυτοκινούμενα πυροβόλα M-110A2, M44T, M52T 
16, πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών T-122 Sakarya και 
96 ρυμουλκούμενα πυροβόλα M115, M59, M114A2 και M101A1.
Ακόμη έχει στη δύναμή του 400 αντιαρματικά διαφόρων τύπων, 600 όλμους και 513 αντιαεροπορικά πυροβόλα).
Τα τουρκικά τεθωρακισμένα βρίσκονται από 2 έως 16 χλμ από τη γραμμή αντιπαράταξης και το πυροβολικό από 3 έως 18 χλμ. Η ακτίνα δράσης των πυροβόλων από τις θέσεις μάχης φθάνει μέχρι τα 40 χλμ και μπορεί να κτυπήσει ζωτικές περιοχές των ελευθέρων εδαφών (στρατηγικούς στόχους). Την ίδια στιγμή η Άγκυρα διαθέτει πλήρη κυριαρχία στη θάλασσα και στον αέρα λόγω της απουσίας ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων. Υπό αυτές τις συνθήκες πώς να διεξαχθούν συνομιλίες για βιώσιμη λύση;


turkish forces (1).jpgΟ χάρτης αποτυπώνει τα χωριά και τις πόλεις όπου σταθμεύουν οι δυνάμεις του Αττίλα, έχοντας σαφή επιθετική διάταξη. Στην επίλυση συγκρούσεων, τα ανισοζύγια δυνάμεων αποτυπώνονται επί των συνταγματικών διατάξεων. Χωρίς επαρκείς ένοπλες δυνάμεις και συμμαχίες είτε θα οδηγηθούμε σε νέα αδιέξοδα, είτε σε λύση τουρκικών προδιαγραφών. Αυτό διδάσκει ο κλασικός ρεαλισμός από το Θουκυδίδη ώς σήμερα.
Αποδυνάμωση ΕΦ και ο ρόλος της ΕΕ
Η αποξήλωση και το πάγωμα κονδυλίων στην Εθνική Φρουρά άρχισε από την Προεδρία του Τ. Παπαδόπουλου και συνεχίστηκε επί Δ. Χριστόφια, καθώς και επί Ν. Αναστασιάδη. Επικράτησε το πολιτικό δόγμα ότι ουδέν δυνάμεθα να πράξουμε και ότι το Κυπριακό είναι λυμένο καθώς και ότι, με την ένταξη στην ΕΕ η Τουρκία ουδέν θα έπραττε, διότι θα την είχαμε δεμένη στην ενταξιακή της πορεία. Αυτή η πολιτική, δεν υπολόγισε επαρκώς ότι:
Πρώτο, οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν ήθελαν ποτέ την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Αυτό είναι πρόδηλο στο άρθρο 23 των συμπερασμάτων του Δεκεμβρίου του 2004, όταν δινόταν το πράσινο φως για την έναρξη των τουρκικών ενταξιακών διαδικασιών. Το εν λόγω άρθρο τονίζει ότι οι διαδικασίες είναι ανοικτές ως προς το αποτέλεσμα, δηλαδή ως προς την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ ή όχι. Εάν, προστίθεται, δεν υπάρχει θετική κατάληξη στην ενταξιακή διαδικασία, θα πρέπει να εξευρεθεί τρόπος να αγκιστρωθεί η Άγκυρα στην ΕΕ, με ειδική, προφανώς, σχέση.
Δεύτερο, η Τουρκία ανέκαθεν έβλεπε την ένταξή της στην ΕΕ με τον δικό της τρόπο, χωρίς δηλαδή πλήρη εκδημοκρατικοποίηση, διότι κάτι τέτοιο θα απειλούσε τη δική της συνοχή. Ενώ η βασική μεταβλητή συνοχής της ΕΕ είναι η περισσότερη δημοκρατία, στην Τουρκία συμβαίνει το αντίθετο.
Τρίτο, η ΕΕ δεν έχει δικό της στρατό ούτε μπορεί να εδρεύει σε κράτη μέλη με δική της δύναμη εάν συγκροτηθεί για συγκεκριμένο σκοπό στη λογική της soft power. Η ΕΕ θα ήταν δυνατό να στηρίξει την Κύπρο μόνο επί τη βάσει του άρθρου 42 παράγραφος 7 των Συνθηκών. Όταν δηλαδή το κράτος μέλος προβάλλει ενώπιον του Συμβουλίου των Υπουργών και των Αρχηγών Κρατών ότι έχει δεχθεί επίθεση από τρίτο κράτος. Ερώτημα: Η Τουρκία δεν εισέβαλε στην Κύπρο και δεν τελούμε κάτω από διαρκή επίθεση; Ο ίδιος ο Πρόεδρος δεν είπε δημόσια ότι έγινε εισβολή στην κυπριακή ΑΟΖ; Δεν ισχυριζόμαστε ότι, μια τέτοια απόφαση μπορεί να ληφθεί σε μια νύχτα; Επί μακρόν βλέπαμε τον τουρκικό στόλο να ενισχύεται και τονίζαμε ότι θα έπλεε προς την κυπριακή ΑΟΖ και ότι θα έπρεπε να γίνει σαφές προς την ΕΕ ότι θα ζητούσαμε την ενεργοποίηση του άρθρου 42 παράγραφος 7. Δυστυχώς, δεν οικοδομήθηκε εντός της ΕΕ μια τέτοια πολιτική υπό την έννοια ότι θα έπρεπε να κατευναστεί η Τουρκία.
Ο εξευμενισμός και οι αποτυχημένες προσεγγίσεις
Γενικότερα, η Κύπρος και η Ελλάδα αντί να χρησιμοποιούν την τουρκική ενταξιακή πορεία για να εισπράττουν ανταλλάγματα στο Κυπριακό, την διευκόλυναν, υπό τον φόβο ότι, εάν προκληθεί κόστος στην άλλη πλευρά, δεν θα συμμετάσχει σε συνομιλίες ή δεν θα γίνει πιο διαλλακτική. Τελικώς, η ελληνοκυπριακή πλευρά έδινε δώρα χωρίς αντίδωρα. Και όταν η Άγκυρα είχε να προτιμήσει μεταξύ των ωφελημάτων από την ΕΕ και της δικής της συνοχής προτίμησε το δεύτερο, εξουδετερώνοντας τον μοχλό πίεσης της τουρκικής ενταξιακής διαδικασίας. Συνεπώς, είχαμε κακές εκτιμήσεις και διπλή λογική εξευμενισμού: Ο πρώτος ήταν ο διπλωματικός. Διευκόλυναν οι κυπριακές Κυβερνήσεις την Άγκυρα στην ΕΕ με την προσδοκία ότι θα ήταν διαλλακτικότερη στο Κυπριακό. Άνθρακας ο θησαυρός. Η δεύτερη αφορά στη στρατιωτική. Σαφής ηθελημένη άγνοια των κανόνων λειτουργίας των διεθνών σχέσεων και της επίλυσης των συγκρούσεων. Ενώ οι συγκρούσεις όπως και η αποτροπή τους καθώς και των απειλών και των κρίσεών τους στηρίζεται στην ισχύ ενός εκάστου, στα ισοζύγια και στα ανισοζύγια δυνάμεων, στην Κύπρο αποφασίστηκε και από την Αριστερά και από τη Δεξιά το εξής:
  1. Η Αριστερά ισχυρίζεται ότι το Κυπριακό είναι πρόβλημα ταξικό και ότι εάν οι αριστεροί ενωθούν και από τις δυο πλευρές, θα επέλθει λύση. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε επί διακυβέρνησης Χριστόφια και Ταλάτ.
  2. Η νεοφιλελεύθερη δεξιά κυρίως της ηγεσίας του ΔΗΣΥ αλλά και μέρος του ΔΗΚΟ πίστευαν ότι με το χρήμα και το εμπόριο, καθώς και με το αμοιβαίο όφελος, θα διαβρωθούν οι εθνικές ταυτότητες και τα συμφέροντα και θα αντικατασταθούν από την αξία του χρήματος.
Και η προσέγγιση του ΑΚΕΛ και αυτή του ΔΗΣΥ, όπως κι αυτή του ΔΗΚΟ έχουν αποτύχει παταγωδώς, διότι δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη την κύρια μεταβλητή επίλυσης των διαφορών, δηλαδή αυτήν της ισχύος. Για να γίνει αντιληπτό το επιχείρημά μας: Οι ΗΠΑ είναι μια νεοφιλελεύθερη χώρα που ρυθμίζει την παγκόσμια οικονομία. Εάν, όμως, αύριο το πρωί διαλύσει το στρατό της, τι θα συμβεί; Ο πλούτος της θα είναι πρόκληση για τις υπόλοιπες δυνάμεις, που θα της πουν το εξής: Ή θα τον παραδόσεις με το καλό, είτε θα χρησιμοποιήσουμε όπλα. Χωρίς τη στρατιωτική τους ισχύ οι ΗΠΑ δεν μπορούν να είναι υπερδύναμη, ούτε καν μπορούν να έχουν επαρκή ασφάλεια. Θα είναι προτεκτοράτα άλλων. Συναφές είναι το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης. Όσο είχε στρατιωτική ισχύ ήταν σε συνοχή και αποτελούσε ένα άλλο οικονομικό μοντέλο, αυτό του ταξικού αγώνα του ΑΚΕΛ, που έφερνε σε δεύτερη μοίρα τις εθνικές ταυτότητες και στηριζόταν στη δικτατορία του προλεταριάτου. Όταν έχασε την κούρσα των εξοπλισμών και όταν το οικονομικό μοντέλο του υπαρκτού σοσιαλισμού εξελίχθηκε σε δικτατορία της νομενκλατούρας, επήλθε ή αύξηση του εθνικισμού, η αξίωση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και η διάλυση του κομμουνισμού και της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι δε χώρες της, ακόμη και αυτή η Ρωσία, τέθηκαν αρχικά υπό την επίδραση των ΗΠΑ για κάποιο χρονικό διάστημα, μέχρι την άνοδο στην εξουσία του Πούτιν, ο οποίος ανέστησε τις ένοπλες δυνάμεις και την οικονομία μέσω του φυσικού αερίου, το οποίο επί Γιέλτσιν παρ’ ολίγον να κλέψουν οι Αμερικανοί…
Η διάλυση του Δόγματος
Ακόμη και αν έχει αντιληφθεί η ηγεσία μας τη σημασία της ισχύος, την έχει εφαρμόσει ανορθόδοξα. Από την ανάποδη. Εξ ου και το γεγονός ότι οδηγήθηκε στον εξευμενισμό και στην ομοσπονδιακή ουτοπία, η οποία για να γίνει ρεαλισμός πρέπει να γίνουν δεκτές οι τουρκικές θέσεις. Ποια είναι η αποτυχημένη συνταγή των Αθηνών και της Λευκωσίας; Επικεντρώθηκε στην εξής λογική: Εφόσον τα ισοζύγια δυνάμεων στην Κύπρο είναι υπέρ της Άγκυρας, είναι πεταμένα τα χρήματα που διατίθενται για την άμυνα και την αλλαγή των ισοζυγίων δυνάμεων, καθώς και για τη δημιουργία αξιόπιστης αποτροπής. Και συμβαίνει αυτό παρότι ρητορικά ακούμε για την αποτρεπτική μας δήθεν ικανότητα και για συμμαχίες με τους γείτονές μας όπως είναι το Ισραήλ και η Αίγυπτος. Πώς, όμως, να σε πάρουν στα σοβαρά οι γείτονές σου όταν γνωρίζουν ότι δεν διαθέτεις και δεν θέλεις ένοπλες δυνάμεις, που να είναι αποτρεπτικές και αξιόπιστες; Πώς να σε πάρουν στα σοβαρά όταν εσύ από μόνος σου διέλυσες το Δόγμα; Εάν το Δόγμα ήταν εν ζωή θα έπρεπε:
  1. Να είχε τελειώσει ο ναύσταθμος στο Ζύγι και θα έπρεπε να στάθμευαν ελληνικά πολεμικά πλοία ενώ ταυτοχρόνως θα έπρεπε να σταθμεύουν και ελληνικά πολεμικά ή θα έπρεπε να είχαμε δώσει από τα 8 δις ευρώ που πλήρωσε ο φορολογούμενος πολίτης, το 1 δις ευρώ για ένα σμήνος δικών μας αεροσκαφών.
  2. Να διενεργούνταν ασκήσεις με την Ελλάδα αεροναυτικές για να καλύπτεται ολόκληρος ο γεωστρατηγικός χώρος και όχι να είναι τσιφλίκι της Τουρκίας.
Σύμμαχοι και προτάσεις…
Πολλοί μάλιστα διερωτώνται, καλά, γιατί δεν επεμβαίνουν οι σύμμαχοί μας, οι Ισραηλινοί, ακόμη και οι Αμερικανοί να μας σώσουν από την Άγκυρα; Ας είμαστε ορθολογιστές: Αυτοί δίνουν δις ευρώ και δολάρια για την άμυνά τους. Συνεπώς, γιατί να πληρώνουν αυτοί προκειμένου να έχουν αεροπορία ή ναυτικό, το οποίο να θέλουμε για την υπεράσπιση της Κύπρου, τη στιγμή που εμείς αρνούμαστε να έχουμε αξιόπιστες ένοπλες δυνάμεις; Ερώτημα: Εμείς, θα στέλναμε στρατό στο Ισραήλ να πολεμήσει σε βάρος των Παλαιστινίων; Όταν το Ισραήλ κλιμακώνει τους διπλωματικούς τόνους με την Άγκυρα, εμείς τι κάνουμε; Σιωπούμε ή όχι; Εάν τα τουρκικά πλοία έμπαινα στα οικόπεδα του Ισραήλ θα στέλναμε βοήθεια ή θα λουφάζαμε; Ας αναρωτηθούμε και κάτι άλλο συναφές: Γιατί τα τουρκικά πλοία δεν ενοχλούν τα οικόπεδα του Ισραήλ; Διότι γνωρίζουν ότι το Ισραήλ δεν αστειεύεται. Έχει ισχύ και δη αποτρεπτική. Και επί τη βάσει αυτής της ισχύος είναι που επεμβαίνουν οι Αμερικανοί και λένε στους Τούρκους «καθίστε ήσυχα, αυτοί δεν μασούν»! Εμείς υιοθετήσαμε το μοντέλο του εξευμενισμού που αποθρασύνει τους Τούρκους. Εγκαταλείψαμε το Δόγμα και την αποτροπή. Άστε, που από τη μια φωνάζουμε φονιάδες των λαών Αμερικάνοι και από την άλλη κατηγορούμε τους φονιάδες γιατί δεν μας προστατεύουν. Και πότε συμβαίνει αυτό; Όταν οι ΗΠΑ αίρουν το εμπάργκο πώλησαν όπλων και όταν στηρίζουν τη κατασκευή του EastMed και όταν οι Ρώσοι παίζουν με τους Τούρκους ενισχύοντάς τους με τους S-400. Δεν ισχυριζόμαστε ότι θα πρέπει να φάμε τα μουστάκια μας με τη Μόσχα, αλλά να δούμε το δικό μας εθνικό συμφέρον. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εμβάθυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και οι δεσμοί με το ΝΑΤΟ θα πρέπει να γίνουν με κατεβασμένα τα παντελόνια. Το αντίθετο, θα πρέπει να γίνουν με αξιοπρέπεια για να γίνουμε σεβαστοί.
Εάν δεν επενδύσουμε στην άμυνα, κανείς τρίτος δεν θα πληρώσει, ούτε θα μας σώσει εάν εμείς δεν θέλουμε να σωθούμε. Και καμιά συμμαχία δεν θα είναι αξιόπιστη εάν εμείς δεν έχουμε ένοπλες δυνάμεις, που σημαίνει: 1. Διάθεση πόρων. 2. Εξοπλιστικά προγράμματα. 3. Γεωπολιτική εκμετάλλευση του EastMed και εμπλοκή της ΕΕ και των ΗΠΑ με επενδύσεις. Ο EastMed είναι η εναλλακτική για την Ευρώπη παροχή φυσικού αερίου σε σχέση με τον Turkish Stream. Και οι Αμερικανοί δεν θέλουν την αύξηση της επιρροής της Ρωσίας επί της Ευρώπης για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους.
Η κεφαλή του Ερντογάν…
Αφού λοιπόν το κομματικό κατεστημένο φρόντισε να βάλει στο ράφι τα πλείστα νομικά και πολιτικά εργαλεία που μας πρόσφερε η ΕΕ, όπως η αντιδήλωση της 21ης Σεπτεμβρίου του 2005 για την υποχρέωση της Τουρκίας να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία και αφού φρόντισε να διαλύσει το Δόγμα και να ξηλώσει την ΕΕ, αφήνοντας τις ελεύθερες περιοχές στο έλεος του Αττίλα, τι ισχυρίζεται σήμερα; Ότι έχουμε μόνο την επιλογή του διαλόγου. Ποιου διαλόγου όμως; Αυτού που τελείται υπό τη σκιά της ισχύος του Αττίλα. Επειδή, λοιπόν, η Κύπρος είναι εγκλωβισμένη στα ανισοζύγια δυνάμεων, η όποια λύση θα είναι τουρκικών προδιαγραφών. Εκτός και αν αλλάξει η κατάσταση. Εάν οικοδομηθεί νέα αποτρεπτική στρατηγική. Με την Κύπρο να μην έχει υποτυπώδη αποτροπή, η Άγκυρα δεν έχει λόγο να υπογράψει λύση, που θα είναι για την ίδια χειρότερη από την υφιστάμενη διχοτόμηση. Ούτε έχει λόγο να αποσύρει πλήρως τον στρατό της από την Κύπρο. Εάν ο Ερντογάν πράξει κάτι τέτοιο, το Κυπριακό θα είναι το Βατερλώ του. Η αντιπολίτευση τον περιμένει στη γωνιά. Και θα τον κατηγορήσει για εσχάτη προδοσία! Χωρίς ισχύ και αλλαγή ισοζυγίων δυνάμεων, δυο πράγματα μπορούν να συμβούν. Ή αδιέξοδο ή τουρκική λύση.