Το παρατηρούμενο αδιέξοδο στην τελική αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος από την τρόικα έχει βάθος πολύ μεγαλύτερο από προηγούμενες “κρίσεις”, ουσιαστικά επικοινωνιακού χαρακτήρα, σε επιλεγμένες επιμέρους πτυχές της διαπραγμάτευσης. Και αυτό διότι η τρόικα δείχνει να διακινδυνεύει (ακριβέστερα: να μην διστάζει διόλου να προκαλέσει) μια πολιτική κρίση, η οποία προορίζεται για πανευρωπαϊκό παραδειγματισμό.

Η τρόικα διαμηνύει ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει εάν δεν γίνει δεκτή η περαιτέρω μείωση των συντάξεων κατά 20% -μέτρο που προφανώς συνιστά πολιτικό αυτοχειριασμό για όποια κοινοβουλευτική πλειοψηφία το εγκρίνει. Τέτοια πλειοψηφία δεν δείχνει να υφίσταται ούτε μεταξύ των βουλευτών που στηρίζουν την κυβέρνηση Σαμαρά. Συνεπώς η επιμονή της τρόικας, αντί για επικύρωση του ελληνικού success story, αναπότρεπτα μάλλον συνιστά “ευθανασία” του υφιστάμενου κυβερνητικού σχήματος, ανοίγοντας το δρόμο για την αναζήτηση, εν μέσω “έκτακτων συνθηκών”, μιας λύσης άλλου τύπου, από την επόμενη ή κατά προτίμηση και την παρούσα Βουλή.

Εκ πρώτης όψεως εντυπωσιάζει η αυστηρότητα των δανειστών απέναντι σε μία “φίλια” κυβέρνηση στην οποία δεν αφήνουν πλέον, με κάποιες παραχωρήσεις, το χώρο να αναπνεύσει πολιτικά. Πολύ περισσότερο προξενεί απορία η ετοιμότητά τους να δρομολογήσουν εξελίξεις που θα βάζουν εν όλω ή εν μέρει τον ΣΥΡΙΖΑ στο παιχνίδι της εξουσίας.

Όμως δεν πρόκειται για “παρενέργεια”, αλλά πιθανότατα για επιδιωκόμενο σκοπό. Η ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης δεν έχει στα μάτια των πιστωτών ιδιαίτερο νόημα, αν στην υλοποίηση των προβλέψεών της δεν δεσμευθεί η πολιτική δύναμη, η οποία, κατά τις δημοσκοπήσεις, θα πρωτεύσει στις επόμενες εκλογές –που άλλωστε κανείς δεν εκτιμά ότι θα καθυστερήσουν. Το παράδειγμα του σχηματισμού της κυβέρνησης Παπαδήμου και της ενσωμάτωσης της “αντιμνημονιακής ΝΔ” του Αντώνη Σαμαρά είναι και πρόσφατο και διδακτικό.

Αν υφίσταται τέτοιος σχεδιασμός, θα πρέπει οπωσδήποτε να συνυπολογίζει το ενδεχόμενο να μην καμφθεί ο ΣΥΡΙΖΑ από τις πιέσεις και να μην συναινέσει. Κατά λογική συνεπαγωγή, λοιπόν, συνυπολογίζει οριακά και το ενδεχόμενο να μην ολοκληρωθεί επιτυχώς το ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης.

Αντέχουν οι ευρωπαϊκές αγορές έναν τέτοιο κλυδωνισμό; Οι απαντήσεις θα πρέπει να αναζητηθούν στο Βερολίνο και ο χαρακτήρας τους είναι κατεξοχήν πολιτικός. Η Γερμανία εμφανίζεται υποχρεωμένη να προχωρήσει, αν χρειαστεί, σε κινήσεις “οδυνηρού σωφρονισμού” στην συγκριτικώς διαχειρίσιμη ελληνική περίπτωση, προκειμένου να υπεραπιστεί έναντι τρίτων το μείζον: τον συσχετισμό δυνάμεων που έχει κατοχυρεώσει στην ευρωζώνη.

Πίσω από τη φαινομενική νηνεμία που έχει εξασφαλίσει εδώ και δυόμιση χρόνια το “whatever it takes” του Mario Draghi (ακριβώς όσο δεν χρειαζόταν να υλοποιηθεί...), η “στιγμή της αλήθειας” στις σχέσεις κέντρου και περιφέρειας της ευρωζώνης πλησιάζει. Το όριο πολιτικής αντοχής μιας σειράς χωρών τείνει να ξεπεραστεί.

Στην Ισπανία, εν μέσω γενικευμένης απαξιώσης των κατεστημένων θεσμών, το κίνημα Podemos (που ξεπήδησε από το Κίνημα των Αγανακτισμένων και έχει οργανωμένη ύπραξη μόλις λίγων μηνών) εμφανίζει δημοσκοπική πρωτιά για τις βουλευτικές εκλογές, οι οποίες θα διεξαχθούν το αργότερο τον Δεκέμβριο του 2015.
Στην Γαλλία, δημοφιλέστερη πολιτικός είναι η Marine Le Pen του Εθνικού Μετώπου, η οποία καλεί σε έξοδο από το ευρώ και εμφανίζεται ικανή (δεδομένης της κρίσης τόσο της κυβερνώσας κεντροαριστεράς όσο και της αντιπολιτευόμενης κεντροδεξιάς) ακόμη και να επικρατήσει στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών που θα διεξαχθούν σε δυόμιση χρόνια (αν ο παραπαίων Francois Hollande καταφέρει να ολοκληρώσει τη θητεία του...).
Στην Ιρλανδία, την πρώτη θέση στην πρόθεση ψήφου έχει το αριστερό Sinn Fein. Στην πάντοτε κρίσιμη και απρόβλεπτη Ιταλία ο Matteo Renzi (ο οποίος ανήλθε στην εξουσία με “παλατιανό πραξικόπημα” και όχι με λαϊκή εντολή) πέρασε μέσα σε λίγους μήνες από το θριαμβευτικό 41% της κεντροαριστεράς στις ευρωεκλογές, στην προκήρυξη γενικής απεργίας τον Δεκέμβριο και από τις τρεις εργατικές συνομοσπονδίες, στην εσωκομματική αμφισβήτηση των μεταρρυθμίσεών του στα εργασιακά –οι οποίες και ψαλιδίζονται ήδη, προς μεγάλη δυσφορία των κεντροδεξιών κυβερνητικών του εταίρων– ενώ το Κίνημα Πέντε Αστέρων του Beppe Grillo διατηρεί μονίμως της δυνάμεις του άνω του 20% και ζητά δημοψήφισμα για την έξοδο από το ευρώ.

Βίαιες συγκρούσεις αστυνομίας και διαδηλωτών τόσο στη Γαλλία (με έναν νεκρό) όσο και στην Ιταλία, σημαδεύουν την επικαιρότητα.

Την ίδια ώρα, εν αναμονή της εξέτασης των εθνικών προϋπολογισμών από την Κομισιόν την εβδομάδα αυτή, ο Επίτροπος για τις ψηφιακές υποθέσεις Guenther Oettinger (χριστιανοδημοκράτης πρώην πρωθυπουργός του γερμανικού κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης) δημοσιεύει άρθρο στην γαλλική εφημερίδα Les Echos και στους Financial Times, με το οποίο διαμηνύει ότι δεν μπορεί να επιδειχθεί από τις Βρυξέλλες ελαστικότητα απέναντι στην “καθ΄ υποτροπήν ελλειμματική” Γαλλία. Το γεγονός ότι ο Oettinger δεν είναι ο καθ΄ ύλην αρμόδιος (καθώς το χαρτοφυλάκιο της ΟΝΕ ανήκει στον... Γάλλο Pierre Moscovici), συνεπάγεται ότι δια στόματός του μιλά μάλλον το Βερολίνο παρά ο Jean Claude Juncker. Άλλωστε, μολονότι ο γραμματέας των Γάλλων Σοσιαλιστών Jean-Christophe Cambadelis έκρινε τη δημοσίευση του άρθρου “άξια παραίτησης”, ο Μαργαρίτης Σχοινάς, εκπρόσωπος του προέδρου της Κομισιόν, κάλυψε τον Oettinger. (Σε διαφορετική περίπτωση ο πιεσμένος από το σκάνδαλο Luxleaks Juncker θα έπρεπε να βρεθεί αντιμέτωπος με δύσκολες αποφάσεις, όπως η έναρξη διαδικασίας κατά της Γερμανίας, για συστηματική παραβίαση των μακροοικονομικών ισορροπιών με τη σταθερή διατήρηση πλεονασμάτων άνω του 6%...).

Αν αυτή είναι η αντιμετώπιση της πάλαι ποτέ ηγέτιδας του ευρωπαϊκού σχεδίου Γαλλίας, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Αθήνα δεν έχει τύχη. 
Πηγή 
Ας Μιλήσουμε Επιτέλους!