Ας αφήσουμε προς στιγμή τον κ. Σαμαρά να ψάχνει εναγωνίως την ανάπτυξη στα αποκαΐδια της ευρωκρατούμενης Ελλάδας, τον κ. Βενιζέλο να ψάχνει για το κόμμα του, τον κ. Κουβέλη να ψάχνει από πού να κρατηθεί, τον κ. Τσίπρα να το παίζει παράγοντας διεθνούς βεληνεκούς ως άλλος Παπανδρέου, τον κ. Καμμένο να φυλάει καραούλι μπας και του μείνει κανένας βουλευτής και την κ. Παπαρήγα να ξεφτιλίζει με τον χειρότερο τρόπο το κόμμα της. Ας τους αφήσουμε όλους αυτούς κι ας ασχοληθούμε με τα σοβαρά. Με αυτά δηλαδή που αρνούνται να ασχοληθούν όλοι αυτοί.
Έχετε προσέξει τι συμβαίνει όταν μιλούν για το ευρώ; Όλοι τους κάνουν σαν να μιλούν για τα ιερά και όσια, ενώ η κ. Παπαρήγα αρκείται να το ξορκίζει ως τυπικός οπαδός παραθρησκευτικού δόγματος. Όλοι τους στηρίζονται, με την βοήθεια του επίσημου και ανεπίσημου συστήματος μαύρης προπαγάνδας, σ’ έναν φετιχισμό του νομίσματος. Αυτός ο φετιχισμός στηρίζεται στο γεγονός ότι ο κοινός άνθρωπος πιστεύει πώς το ευρώ, ή όποιο άλλο χαρτονόμισμα είναι το ίδιο πράγμα, αρκεί να το έχει στην τσέπη του. Κι επομένως το πιο «ακριβό» νόμισμα σε συναλλακτική αξία, θεωρείται και ως το πιο πολύτιμο νόμισμα. Έτσι το ευρώ ως ένα από τα παγκόσμια αποθεματικά νομίσματα, ως «σκληρό» νόμισμα των διεθνών συναλλαγών, νομίζει ο απλός κόσμος ότι είναι πιο πολύτιμο από κάποιο εθνικό νόμισμα που αφορά μια μικρή οικονομία. Σ’ αυτήν την εντύπωση βασίζεται η ισχύς του ευρώ στην κοινή γνώμη.
Βέβαια, αυτό δεν είναι παρά μόνο μια εντύπωση και τίποτε παραπάνω. Μια εντύπωση που όλο και περισσότερο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ζωντανή πραγματικότητα που γίνεται ολοένα και πιο ζοφερή για τα λαϊκά νοικοκυριά. Κι έτσι ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης μεταστρέφεται και οριοθετείται απέναντι στο ευρώ, καθώς το ένστικτο της επιβίωσης το οδηγεί αλάνθαστα να αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να διακινδυνεύει η ίδια η ζωή της κοινωνίας στο βωμό του «ισχυρού» ευρώ. Πολύ σύντομα η ίδια η ζωή θα επιβάλλει στην μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού την εγκατάλειψη του ευρώ ως μονόδρομο για την ίδια την επιβίωσή του.
Αυτή η μεταστροφή της κοινής γνώμης και της συνείδησης του ελληνικού λαού απέναντι στο ευρώ οφείλεται σε τελευταία ανάλυση και η κατάσταση εσωτερικών τριγμών και διάλυσης που παρατηρείται όχι μόνο στα κόμματα της συγκυβέρνησης, αλλά και στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Σε λίγο καιρό όλες οι ηγεσίες των κομμάτων θα τρέμουν να ξεστομίσουν κάτι θετικό υπέρ του ευρώ και κάτω από την πίεση της ογκούμενης λαϊκής οργής τα κόμματα του «ευρωπαϊκού προσανατολισμού» θα καταρρεύσουν μέσα σε φαγωμάρες, ανταγωνισμούς, διχόνοιες όλων των ειδών, αλλά και σ’ ένα πολιτικό ξεκατίνιασμα άνευ προηγουμένου, όπως συμβαίνει σήμερα με τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Μόνο το ΚΚΕ θα παραμείνει έτσι όπως είναι σήμερα. Μια δύναμη που όλο και περισσότερο βυθίζεται στο περιθώριο παίρνοντας όλο και πιο καθολικά χαρακτηριστικά παραθρησκευτικού αναχωρητισμού.
Κοινή συνισταμένη όλων η πλήρης αδυναμία να εξηγήσουν αυτό που συμβαίνει με το ευρώ. Πώς γίνεται και το «ισχυρό» νόμισμα παράγει τέτοια καταστροφή, τέτοια γενικευμένη χρεοκοπία; Όλοι έχουν μια και μόνη εξήγηση. Την κακή εφαρμογή. Προφανώς, λένε, τα προβλήματα οφείλονται στα μίγματα πολιτικής και γενικά στην διαχείριση του νομίσματος. Δεν φταίει η συνταγή, αλλά ο τρόπος εκτέλεσης. Κι έτσι οι απανταχού πιστοί του ευρώ σχεδιάζουν μια ακόμη πιο θανατηφόρα δόση της ίδιας συνταγής, αγνοώντας τις εκατόμβες των θυμάτων και τις καταστροφές που θα προξενήσει στους λαούς και τις οικονομίες. Ενώ κάποιοι άλλοι στην «ροζουλί αριστερά», όπως ονόμασε το κόμμα του ο ίδιος ο κ. Τσίπρας στο φετινό φεστιβάλ της KOE, ονειρεύονται ότι αρκεί να αλλάξουν το μίγμα πολιτικής με το ευρώ για να αντιμετωπίσουν τα οξυμένα προβλήματα του λαού και της χώρας. Στο κάτω-κάτω της γραφής, όπως με αφέλεια λένε, το ίδιο δεν είναι; Τι ευρώ, τι δραχμή.
Το ίδιο λένε και από το ΚΚΕ, αλλά αυτοί τα ρίχνουν όλα στον καπιταλισμό με το αφοπλιστικό «για όλα φταίει ο καπιταλισμός»! Μεγαλοφυής διαπίστωση, η οποία οδηγεί και σε μια άλλη ακόμη πιο εντυπωσιακή. Από την στιγμή που είναι καπιταλισμός τι να το κάνεις, μια από τα ίδια! Κι έτσι ο καπιταλισμός με ισχυρό εργατικό κίνημα και κατακτήσεις της εργασίας εξομοιώνεται με τον καπιταλισμό της πείνας και της εξαθλίωσης, ενώ ο καπιταλισμός της δημοκρατίας για τον λαό εξομοιώνεται με τον καπιταλισμό του φασισμού και της αποικιοκρατίας. Όλα στο ίδιο τσουβάλι, όλα ένας αχταρμάς για να κρύψουν την προϊούσα συνθηκολόγησή τους μπροστά στον αντίπαλο.
Η άρχουσα τάξη γνωρίζει πολύ καλά πώς σκυλί που γαυγίζει αντικαπιταλιστικά δεν δαγκώνει, δεν είναι επικίνδυνο. Ο κίνδυνος ξεκινά γι’ αυτήν από την στιγμή που η αντιπαράθεση αρχίσει να γίνεται πάνω σε συγκεκριμένα μέτωπα και προτάσεις διεξόδου από σήμερα. Πάνω στο έδαφος του δικού της συστήματος και ταυτόχρονα υπερβαίνοντας τα όρια αυτού του συστήματος. Με οδηγό όχι κάποια γενική ιδεολογία, ή κάποιες δήθεν σιδερένιες νομοτέλειες που βρίσκονται αποκλειστικά και μόνο σε εγχειρίδια ευνουχισμού της ελεύθερης σκέψης και της ζωντανής πραγματικότητας, αλλά τα άμεσα πρακτικά συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού όπως η ίδια τα αντιλαμβάνεται και τα υπερασπίζει.
Κι όμως, μπορεί να ξαφνιαστούν ορισμένοι, αλλά δεν είναι όλα τα νομίσματα ίδια. Όχι γιατί δεν έχουν την ίδια αξία, αλλά γιατί δεν αντιπροσωπεύουν τα ίδια πράγματα ακόμη κι όταν υπηρετούν την ίδια οικονομία. Το νόμισμα δεν έχει από μόνο του καμιά αξία. Είναι σύμβολο αξίας. Αποτυπώνει δηλαδή την αξία που του δίνει η οικονομία. Άλλοτε υπερτιμημένη κι άλλοτε υποτιμημένη με βάση τις συγκυρίες και τον χαρακτήρα της οικονομίας. Η ίδια η ετυμολογία του συνδέει το νόμισμα με το νομίζω και τον νόμο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο. Πρόκειται για την συμβατική απεικόνιση της αξίας των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου στην αγορά.
Επομένως αυτός που κατέχει και εκδίδει το νόμισμα ουσιαστικά ελέγχει την κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων. Στις απαρχές αυτοί που εξέδιδαν και κατείχαν το νόμισμα ήταν οι ιδιώτες τραπεζίτες. Χάρις σ’ αυτό το μονοπωλιακό τους προνόμιο θησαύριζαν σε βάρος όλων των άλλων συντελεστών που είχαν ανάγκη από χρήμα. Πολύ γρήγορα ανακάλυψαν πώς αντί να παράγουν νόμισμα σε μεγάλες ποσότητες και να κινδυνεύουν να πλημμυρίσει η αγορά και έτσι να χάσει την αξία του, καλύτερα θα ήταν να δανείζουν όσους ήθελαν περισσότερο χρήμα αντλώντας τόκους ως ανταμοιβή και κέρδος.
Εκατοντάδες χρόνια πριν, οι τραπεζίτες άρχισαν να ειδικεύονται, με τους πλουσιότερους
και με μεγαλύτερη επιρροή από αυτούς να συνδέονται όλο και περισσότερο με το εξωτερικό εμπόριο και τις πράξεις συναλλάγματος. Δεδομένου ότι αυτοί ήταν πιο πλούσιοι και πιο κοσμοπολίτες και επειδή ασχολούνταν όλο και περισσότερο με ζητήματα πολιτικής σημασίας, όπως είναι η σταθερότητα και η υποτίμηση των νομισμάτων, ο πόλεμος και η ειρήνη, οι γάμοι ανάμεσα σε δυναστείες, τα εμπορικά μονοπώλια σε όλο τον κόσμο, έγιναν χρηματοδότες και οικονομικοί σύμβουλοι των κυβερνήσεων. Επιπλέον, είχαν πάντα εμμονή με τη σταθερότητα των νομισματικών συναλλαγών και χρησιμοποίησαν την εξουσία και την επιρροή τους για να πετύχουν δύο πράγματα:
1) Να πάρουν στα χέρια τους όλα τα χρήματα και τα χρέη που εκφράζονται από ένα εξαιρετικά περιορισμένο εμπόρευμα - τελικά τον χρυσό.
2) Να πάρουν στα χέρια τους όλα τα νομισματικά θέματα μακριά από τον έλεγχο των κυβερνήσεων και της πολιτικής εξουσίας, με το αιτιολογικό ότι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται καλύτερα από ιδιωτικά συμφέροντα τραπεζών με όρους μιας τέτοιας σταθερής αξίας του χρυσού.
Όσο πιο περιορισμένη και σπάνια ήταν η διάθεση του χρυσού και όσο περισσότερο βρισκόταν στα χέρια αποκλειστικά των τραπεζιτών, τόσο μεγαλύτερα ήταν τα κέρδη τους. Όπως ο φεουδάρχης που κατέχει το μονοπώλιο στη γη αποσπά την γαιοπρόσοδο από τον αγρότη και την κοινωνία, βασισμένος στο γεγονός ότι δεν υπάρχει άλλη διαθέσιμη γη, έτσι και ο τραπεζίτης. Όσο κρατά στα χέρια του το μονοπώλιο του νομίσματος και του δανεισμού, τόσο μεγαλύτερα κέρδη μπορεί να αποκομίσει με την μορφή τόκων και άλλων ανταλλαγμάτων. Ιδίως όταν υπάρχει μεγάλη ανάγκη για χρήμα στην οικονομία. Όποιος θέλει να αυξήσει τον τζίρο του δεν έχει παρά να καταφύγει στον τραπεζίτη για να δανειστεί κι έτσι να εκτεθεί στην τοκογλυφία της τράπεζας.
Η τραπεζική πίστη ήταν γνωστή στους Ιταλούς και τους Ολλανδούς πολύ πριν γίνει ένα από τα μέσα της αγγλικής παγκόσμιας κυριαρχίας. Παρ 'όλα αυτά, η ίδρυση της Τράπεζας της Αγγλίας από τον Ουίλλιαμ Πάτερσον και τους φίλους του το 1694 ήταν ένα από τα πιο σημαντικά ορόσημα στην ιστορία της σύγχρονης οικονομίας. Για γενιές, οι τραπεζίτες είχαν επιδιώξει να αποφύγουν το ένα σοβαρό μειονέκτημα του χρυσού, το βάρος του, χρησιμοποιώντας κομμάτια από χαρτί που εκπροσωπούσαν συγκεκριμένα κομμάτια του χρυσού. Σήμερα, καλούμε τέτοια χαρτιά πιστοποιητικά χρυσού που δίνουν το δικαίωμα στον κομιστή να το ανταλλάξει με ένα κομμάτι χρυσού επί τη εμφανίσει, όπως συνηθίζουν να αναγράφουν πάνω τους. Όμως εν όψει της ευκολίας του χαρτιού, μόνο ένα μικρό ποσοστό των κατόχων τέτοιου πιστοποιητικού ζητούσε την εξαργύρωσή του με χρυσό. Από νωρίς έγινε σαφές ότι ο χρυσός που χρειάζεται να υπάρχει είναι μόνο ένα μικρό κλάσμα των πιστοποιητικών που διακινούνται. Αυτή η υπέρβαση του όγκου των χάρτινων αξιώσεων σχετικά με τα αποθέματα χρυσού είναι αυτά που ονομάστηκαν τελικά χαρτονομίσματα.
Στην πραγματικότητα, η δημιουργία του πιστοποιητικών χαρτιού σε ποσότητα πολύ μεγαλύτερη από τα διαθέσιμα αποθέματα σημαίνει ότι οι τραπεζίτες δημιουργούν χρήμα από το τίποτα. Το ίδιο πράγμα θα μπορούσε να γίνει και με άλλο τρόπο, όχι από τις εκδοτικές τράπεζες, δηλαδή από τις τράπεζες που εκδίδουν το νόμισμα, αλλά και από τις καταθετικές τράπεζες. Οι τραπεζίτες ανακάλυψαν ότι οι διαταγές πληρωμής και οι επιταγές που εκδίδονται έναντι των καταθέσεων από τους καταθέτες και να δίδονται σε τρίτα πρόσωπα συχνά δεν έχουν εισπραχθεί από τον τελευταίο, αλλά έχουν κατατεθεί στους δικούς τους λογαριασμούς. Έτσι δεν υπήρχαν πραγματικές κινήσεις κεφαλαίων, και οι πληρωμές γίνονταν απλά με λογιστικές εγγραφές στους λογαριασμούς.
Ως εκ τούτου, ήταν απαραίτητο για τον τραπεζίτη να κρατά διαθέσιμα σε πραγματικό χρήμα (χρυσό, εντάλματα και χαρτονομίσματα) όχι περισσότερο από το ποσοστό των καταθέσεων που ενδέχεται να αναληφθούν και να εξαργυρωθούν. Το υπόλοιπο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για δάνεια και αν αυτά τα δάνεια έγιναν δημιουργώντας μια κατάθεση για τον οφειλέτη, ο οποίος με τη σειρά του θα ήθελε να χρησιμοποιήσει επιταγές και όχι πραγματικό χρήμα, αυτές οι «νεοδημιουργηθείσες καταθέσεις» ή τα δάνεια θα μπορούσαν επίσης να καλύπτονται επαρκώς με τη διατήρηση αποθεμάτων σε μόνο ενός κλάσματος της αξίας τους. Αυτές οι καταθέσεις, επίσης, ήταν μια δημιουργία χρήματος από το τίποτα. Ο Ουίλλιαμ Πάτερσον, όταν απέκτησε τον καταστατικό χάρτη της Τράπεζας της Αγγλίας, είπε ότι «η Τράπεζα έχει το όφελος των τόκων για όλα τα χρήματα που δημιουργεί από το τίποτα.»
Για να δημιουργεί όμως η τράπεζα χρήμα από το τίποτα θα πρέπει να έχει το μονοπώλιο της έκδοσης νομίσματος και δανεισμού. Να ελέγχει τον διαθέσιμο χρυσό και να τις καταθέσεις. Με τον τρόπο αυτό οποιοσδήποτε χρειάζεται χρήμα ως καταναλωτής, είτε ως επιχειρηματίας θα πρέπει αναγκαστικά να πάει στην τράπεζα και να το δανειστεί. Κι όταν η τράπεζα ελέγχει το διαθέσιμο πραγματικό χρήμα μπορεί και δανείζει πολλές φορές περισσότερο από την αξία του πραγματικού χρήματος που διαθέτει σε νόμισμα και καταθέσεις. Με αυτόν τον τρόπο οι τράπεζες αρμέγουν την οικονομία για χρήμα που δάνεισαν ενώ το δημιούργησαν από το τίποτα.
Η κατάσταση αυτή εξέθεσε από την αρχή ολόκληρη την οικονομία στη νεοφεουδαρχική εκμετάλλευση των τραπεζιτών. Η τοκογλυφία με τα δάνεια, οι χρεοκοπίες και τα απανωτά κραχ ήταν το αποτέλεσμα. Για να σπάσει το μονοπώλιο των τραπεζιτών στην έκδοση του νομίσματος και τον έλεγχο της πίστης, άρχισε να αναπτύσσεται ένα ολόκληρο κίνημα που συνέδεε την δημοκρατία με την ανάγκη το κράτος να πάρει στα χέρια την έκδοση του νομίσματος και τον έλεγχο της πίστης. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές δηλώσεις αυτής της μεταστροφής ήταν εκείνη του Αβραάμ Λίνκολ το 1865:
«Το χρήμα είναι δημιούργημα του Νόμου, και έτσι η δημιουργία της πρωτότυπης έκδοσης του χρήματος θα πρέπει να διατηρηθεί ως το αποκλειστικό μονοπώλιο της εθνικής κυβέρνησης. Το χρήμα δεν έχουν καμία αξία για το κράτος άλλο από εκείνο που του έχουν ανατεθεί από την κυκλοφορία…
Δεν υπάρχει πιο επιτακτικό καθήκον για μια κυβέρνηση από το καθήκον που οφείλει στον λαό να του παράσχει ένα υγιές και ομοιόμορφο νόμισμα, καθώς και της ρύθμισης της κυκλοφορίας του μέσου της ανταλλαγής, έτσι ώστε η εργασία θα πρέπει να προστατεύεται από ένα φαύλο νόμισμα, και το εμπόριο θα διευκολύνεται από φθηνή και ασφαλή ανταλλαγή…
Οι νομισματικές ανάγκες του αυξανόμενου αριθμού με υψηλότερο βιοτικό επίπεδο μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί από την κυβέρνηση. Οι ανάγκες αυτές μπορούν να καλυφθούν από την έκδοση ενός εθνικού νομίσματος και πιστωτικών μέσων διαμέσου της λειτουργίας ενός εθνικού τραπεζικού συστήματος. Η κυκλοφορία ενός μέσου συναλλαγής που εκδίδεται και υποστηρίζεται από την κυβέρνηση μπορεί να ρυθμιστεί και το θέμα του πλεονασμού μπορεί αποφευχθεί με την απόσυρση από την κυκλοφορία των ποσών που είναι αναγκαία διαμέσου της φορολογίας, της εκ νέου κατάθεσης και αλλιώς. Η κυβέρνηση έχει τη δύναμη να ρυθμίζει το νόμισμα και την πίστη του έθνους.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να εγγυηθεί το νόμισμα, την πίστη και τις τραπεζικές καταθέσεις της χώρας. Κανένα άτομο δεν πρέπει να υποστεί απώλεια χρημάτων λόγω υποτίμησης, ή ανατίμησης του νομίσματος, ή πτώχευση Τράπεζας.
Η κυβέρνηση, που διαθέτει τη δύναμη να δημιουργεί και να εκδίδει νόμισμα και πίστη ως χρήμα και απολαμβάνει το δικαίωμα να αποσύρει όσο νόμισμα και πίστη είναι αναγκαίο από την κυκλοφορία με τη φορολογία ή αλλιώς, δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να δανειστεί κεφάλαια με τόκο ως μέσο χρηματοδότησης του κυβερνητικού έργου και της δημόσιας επιχείρησης. Η κυβέρνηση πρέπει να δημιουργεί, να εκδίδει και να κυκλοφορεί το σύνολο των νομισμάτων και πιστώσεων που απαιτούνται για να ικανοποιήσει τις δαπάνες της κυβέρνησης και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Το προνόμιο της δημιουργίας και έκδοσης χρήματος είναι, όχι μόνο το ανώτατο αποκλειστικό προνόμιο της κυβέρνησης, αλλά αποτελεί τη μεγαλύτερη δημιουργική ευκαιρία της κυβέρνησης.
Με την υιοθέτηση αυτών των αρχών, θα ικανοποιηθεί η πολύχρονη ανάγκη για ένα ενιαίο μέσο. Οι φορολογούμενοι θα γλυτώσουν τεράστια ποσά από τόκους, εκπτώσεις και συναλλαγές. Η χρηματοδότηση όλων των δημόσιων επιχειρήσεων, η διατήρηση μιας σταθερής κυβέρνησης και ομαλής προόδου, καθώς και η συμπεριφορά του Δημοσίου Ταμείου θα γίνει ζήτημα πρακτικής διοίκησης. Οι άνθρωποι μπορούν και θα πρέπει να διαθέτουν ένα νόμισμα τόσο ασφαλές, όσο η δική τους κυβέρνηση. Το χρήμα θα πάψει να είναι ο αφέντης και θα γίνει ο υπηρέτης της ανθρωπότητας. Η δημοκρατία θα γίνει ανώτερη από την δύναμη του χρήματος.»
Η δήλωση αυτή έγινε από τον Λίνκολ λίγο πριν την λήξη του εμφυλίου πολέμου των ΗΠΑ και συνδεόταν με την ανάγκη αναγέννησης της δημοκρατίας στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών στη βάση της λαϊκής κυριαρχίας. Λίγες εβδομάδες αργότερα, δολοφονήθηκε. Η δημοκρατία στην οποία επένδυε ο Λίνκολ έμεινε αγέννητη, όπως και η δημιουργία κρατικού εθνικού νομίσματος και πίστης. Ακόμη και σήμερα οι ΗΠΑ διαθέτουν εθνικό νόμισμα, αλλά το αποκλειστικό δικαίωμα έκδοσης ανήκει στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα που ελέγχεται από ιδιώτες τραπεζίτες.
Το εθνικό κρατικό νόμισμα ήταν η απάντηση της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας στο μονοπώλιο των ιδιωτικών τραπεζών στην έκδοση χρήματος και της πίστης, ώστε να μην δημιουργείται χρήμα από το τίποτα. Το εθνικό κρατικό νόμισμα απηχεί την δυναμική της εθνικής οικονομίας και αντιστοιχεί στις συναλλαγές, την ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρήματος, το εισόδημα και στις επενδύσεις της εθνικής οικονομίας. Αντιστοιχεί δηλαδή σε πραγματικές υλικές αξίες παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών μιας οικονομίας. Αντίθετα από το νόμισμα που παράγουν οι ιδιωτικές τράπεζες με μόνο κριτήριο το κέρδος εκμεταλλευόμενες τις ανάγκες κεφαλαίου και χρήματος της οικονομίας.
Το εθνικό κρατικό νόμισμα αποτελεί την απάντηση της δημοκρατίας στην μονοκρατορία των ιδιωτικών τραπεζών και στο νεοφεουδαρχικό μονοπώλιο που ασκούσαν στην διάθεση του χρήματος. Με πολλούς αγώνες κατορθώθηκε να εισαχθεί το εθνικό κρατικό νόμισμα στις περισσότερες χώρες μόλις μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ώστε να απαλλαγούν οι κοινωνίες από την δικτατορία των τραπεζιτών. Το 1945 εθνικοποιείται η πρώτη κεντρική τράπεζα στον κόσμο, η Τράπεζα της Αγγλίας και από τότε ξεκίνησε ένα μεγάλο κύμα ίδρυσης εθνικών κρατικών νομισμάτων. Ειδικά σε χώρες σαν την δική μας με μεγάλα αναπτυξιακά και παραγωγικά ελλείμματα.
Τα λέμε όλα αυτά γιατί η εισαγωγή του ευρώ μας γύρισε αιώνες πίσω. Όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά όλες τις χώρες της Ευρώπης που συμμετείχαν στο ευρωσύστημα. Με το ευρώ ο έλεγχος του νομίσματος και της έκδοσής του ξαναγύρισε στους ιδιώτες τραπεζίτες. Κι αυτή την φορά όχι σε μια χώρα, αλλά σε μια ολόκληρη σειρά χωρών όπου επιβλήθηκε καθεστώς ανοιχτών συνόρων και ελεύθερων συναλλαγών κεφαλαίου. Η ΕΚΤ είχε εξαρχής σαν μοναδική αποστολή να αφαιρέσει το εκδοτικό δικαίωμα από τα κράτη και την νομισματική κυριαρχία από τις κυβερνήσεις. Από την στιγμή που εισήχθηκε το ευρώ όποιος ήθελε χρήμα, ή κεφάλαια, θα έπρεπε να τα πάει να τα δανειστεί από τις ιδιωτικές τράπεζες, οι οποίες δάνειζαν με όρους διεθνών αγορών.
Επιπλέον το ευρώ είναι νόμισμα σταθερής νομισματικής κυκλοφορίας κι έτσι ενώ εκφράζει άριστα την διόγκωση των συναλλαγών με χρέος δεν μπορεί να εκφράσει τις οικονομίες. Καμιά από τις οικονομίες της ευρωζώνης, ακόμη και τις πιο ισχυρές. Το ευρώ κόβεται και ράβεται ανάλογα με την κυκλοφορία του κεφαλαίου και μάλιστα του δανειακού κεφαλαίου στις αγορές της ευρωζώνης και παγκόσμια. Γι' αυτό και η σταθερότητά του προϋποθέτει μεγάλους όγκους δανεισμού, μεγάλες αγορές χρέους, υπερτροφικές τελικά τράπεζες, χρηματαγορές και επενδυτικά κεφάλαια. Με ένα τέτοιο νόμισμα σε κυκλοφορία καμιά οικονομία δεν μπορεί να γλυτώσει την υπερχρέωση. Ακόμη και η Γερμανική, παρά τα τεράστια εμπορικά της πλεονάσματα. Δεν είναι τυχαίο ότι στα χρόνια του ευρώ η Γερμανική οικονομία υπερδιπλασίασε το δημόσιο χρέος της, ενώ εκτινάχτηκε σε πρωτοφανή επίπεδα το ιδιωτικό χρέος της.
Όσο πιο ελλειμματικές ήταν οι οικονομίες της ευρωζώνης τόσο μεγαλύτερες ευκαιρίες για δανεισμό και κέρδη πρόσφεραν στις τράπεζες. Γι’ αυτό και η προτίμηση της επέκτασης της ευρωζώνης σε χώρες με τρομακτικές ανάγκες εισροής κεφαλαίων. Όσο μεγαλύτερη η εξάρτηση μιας χώρας από ξένα κεφάλαια, τόσο μεγαλύτερες ευκαιρίες τοκογλυφίας και κερδοσκοπίας για τις τράπεζες. Μέσα στο ευρώ οι τράπεζες βρήκαν την ευκαιρία να μετατρέψουν χώρες που πριν ήταν εξαγωγικές κατά κύριο λόγο οικονομίες σε κεφάλαια, σε εισαγωγικές κάτω από την πίεση των ανοιχτών συνόρων και της ανώτερης παραγωγικότητας κυρίως της Γερμανίας.
Έτσι η καθαρή εξαγωγή κεφαλαίων από την Γερμανία ως ποσοστό του ΑΕΠ της ήταν το 2000 μόλις στο 3,3%, ενώ το 2010 έφτασε το 35%, ενώ το 2011 το 33%. Η Τσεχία που το 2000 ήταν καθαρά εισαγωγική χώρα σε κεφάλαια της τάξης του 8,5% του ΑΕΠ, το 2011 ξεπέρασε το 49% του ΑΕΠ της. Η Κύπρος το 2007, μια χρονιά πριν την ένταξή της στο ευρώ, ήταν καθαρά εξαγωγική χώρα κεφαλαίων της τάξης του 12% του ΑΕΠ της, κατάντησε να είναι χώρα καθαρής εισαγωγής κεφαλαίων το 2011 της τάξης του 71% του ΑΕΠ. Η Γαλλία που το 2001 ήταν καθαρά εισαγωγέας κεφαλαίων της τάξης του 2% του ΑΕΠ της, το 2011 έφτασε να είναι καθαρά εισαγωγέας κεφαλαίων της τάξης του 15% του ΑΕΠ της. Η Ελλάδα ήταν παραδοσιακά καθαρά εισαγωγική κεφαλαίων οικονομία. Το 2001 η καθαρή εισαγωγή κεφαλαίων ανερχόταν στο 46,5% του ΑΕΠ, ενώ το 2010 έφτασε στο κορυφαίο ύψος του 98,4%, για να πέσει τον επόμενο χρόνο λόγω της κρίσης στο 86% του ΑΕΠ.
Όσο μεγάλωναν οι ανάγκες των οικονομιών για κεφάλαια, τόσο αύξαιναν τα χρέη των οικονομιών (ιδιωτικά και δημόσια) και οι δυνατότητες των τραπεζών για κερδοσκοπία. Έτσι λειτουργεί το ευρώ και γι’ αυτό είναι ένα νόμισμα που παράγει χρέη για όλους. Μόνο που οι οικονομίες καθαρής εξαγωγής κεφαλαίου δανείζονται για να εξάγουν και με τα πλεονάσματα που πετυχαίνουν λόγω της εξαγωγής επενδύσεων και προϊόντων στις άλλες χώρες της ευρωζώνης μπορούν και πληρώνουν τα χρέη τους. Ενώ οι οικονομίες καθαρής εισαγωγής κεφαλαίου φορτώνονται χρέη τόσο από το άνοιγμα των αγορών τους στα κεφάλαια που εισέρχονται, όσο για να καλύψουν τα ελλείμματα που δημιουργούνται. Γι’ αυτό και αυτές οι οικονομίες έπεσαν πρώτες στο φαύλο κύκλο της χρεοκοπίας. Με πρώτη την Ελλάδα μιας και το 98% των κεφαλαίων που εισέρεαν σε τέτοιο ποσοστό αφορούσαν την κερδοσκοπία με το δημόσιο χρέος της χώρας και την χρηματοπιστωτική αγορά.
Μπορεί λοιπόν κανείς να μας εξηγήσει πώς θα μπορέσει να ξεφύγει από αυτήν την κρίση υπερχρέωσης και χρεοκοπίας η Ελλάδα; Μπορεί να μας εξηγήσει κανείς πώς θα γλυτώσουν από αυτήν την κρίση οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, ακόμη και οι πιο ανεπτυγμένες; Τέλος, μπορεί κάποιος από τους αντιμνημονιακούς να μας εξηγήσει πώς θα κατορθώσει να αναδιανείμει εισοδήματα και να χρηματοδοτήσει την οικονομία εντός του ευρώ και υπό καθεστώς ελευθερίας κίνησης κεφαλαίου; Πώς θα μπορέσει να το κάνει; Από πού θα βρει τα χρήματα και τα κεφάλαια όταν εντός του ευρώ αποτελούν μονοπωλιακό προνόμιο του ευρωσυστήματος; Γιατί δεν απαντούν συγκεκριμένα και συνεχίζουν να παραμυθιάζουν τον κόσμο; Αφελείς, αδαείς, ή κοινοί απατεώνες της πολιτικής όπως τόσοι και τόσοι άλλοι; Πολύ φοβάμαι ότι ισχύουν όλα αυτά μαζί. Το θέμα είναι ότι αν πέσουμε στην παγίδα τους, είτε λόγω άγνοιας, είτε λόγω αυταπάτης, θα το πληρώσουμε όλοι μας πολύ ακριβά. Κι εμείς και η χώρα στο σύνολό της.
Δημοσιεύτηκε σε 2 μέρη στο Χωνί, 23 και 30 Δεκεμβρίου 2012.