Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς
«Ὅσoι τὸ χάλκεον χέρι
βαρύ τοῦ φόβου αἰσθάνονται
ζυγό, δουλείας ἂς ἔχωσι
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία»
Ἀνδρέας Κάλβος «εἰς Σάμον»
«Ἕνα νέο εἶδος ἀνθρώπου ἔχει ἀναδυθεῖ τὸν τελευταῖο καιρό: ὁ μορφωμένος βάρβαρος, ποὺ ἔχει σπουδάσει εἴκοσι χρόνια, ἔχει ἀποκατασταθεῖ θαυμάσια ἐπαγγελματικά, ἀλλὰ δὲν ἔχει διαβάσει τίποτα, δὲν ξέρει ἱστορία καὶ ἀγνοεῖ ὁτιδήποτε βρίσκεται ἐκτὸς τῆς εἰδικότητάς του…
Μερικοὶ τυχαίνει νὰ εἶναι καὶ δάσκαλοι.
Δὲν διαβάζουν τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ πρέπει νὰ διδάξουν (σ.σ. ἀμφίβολο κι αὐτό).
Δὲν ἔχουν νιώσει ποτὲ τὴν ἀπόλαυση τῆς ἀνάγνωσης καὶ δὲν μποροῦν νὰ μεταγγίσουν ἐνθουσιασμό, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἀγάπη γιὰ τὸ ἀντικείμενό τους».
(Τὸ κείμενο εἶναι τῆς Βρετανίδας Ντόρις Λέσινγκ καὶ περιέχεται στὸ βιβλίο «ὁ Ἀντιχριστιανισμός», τοῦ Σωτήρη Γουνελᾶ, ἔκδ. «Ἁρμός», σελ. 34-35).
Γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ Ἑλλάδα σὲ τούτους τοὺς καιροὺς τοὺς ὕστατους, ὀφείλουμε, χρωστᾶμε ὅλοι μας, νὰ...
ἀναλογισθοῦμε ἐκεῖνον τὸν χαριτωμένο ἀρχαῖο λόγο: «πῆ παρέβην; τί δ’ ἔρεξα; τί μοι δέον οὐκ ἐτελέσθη;». Ἢ νὰ σοβαρευτοῦμε ἐπιτέλους καὶ νὰ ξεκινήσουμε τὴν αὐτομεμψία «μὴ τὰ ἀλλότρια ἀλλὰ τὰ οἰκεῖα πολυπραγμονῶμεν κακὰ» – ἂς μὴν ἀσχολούμαστε μὲ τὰ ξένα σφάλματα, ἀλλὰ μὲ τὰ δικά μας, μᾶς κανοναρχεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος («εἰς ἀσάφειαν», ὁμιλ. Β´, ΕΠΕ 1,380).
Ὅλοι μας μυκτηρίζουμε καὶ ἀναθεματίζουμε τὸν κομματικὸ συρφετό, τοὺς χαμόσυρτους δημοπίθηκους πού, «οἰκείᾳ βουλήσει», μᾶς τυραννοῦν. Ὅμως «ἄφετε τοὺς νεκρούς…».
Προπαντὸς ἐμεῖς οἱ δάσκαλοι, ὅλων τῶν ἐκπαιδευτικῶν βαθμίδων, βαρυνόμαστε μὲ πολλὲς ἁμαρτίες καὶ ἀστοχίες.
Ἡ μεταπολίτευση καὶ κυρίως ἡ φρικιαστικὴ δεκαετία τοῦ ’80 στάθηκε ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἔκπτωσης τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιώματος τοῦ δασκάλου, τοῦ «ἱερουργοῦ τῆς παιδείας», ὅπως ὡραία τὸν ὀνομάζει ὁ Παλαμᾶς.
Τί σημαίνει κατ’ ἀρχὰς δάσκαλος.
Βουτῶ στὸ χρυσοφόρο πέλαγος τῆς Ρωμηοσύνης καὶ ἀνασύρω ἕνα πολύτιμο πετράδι. Τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὁ δάσκαλος πρέπει νὰ εἶναι «ἀρχέτυπον βίου, νόμος ἔμψυχος καὶ κανὼν ἀρετῆς». Ἂς ἀναλογιστοῦμε ὅλοι, οἱ διάκονοι τῆς Παιδείας, ποιά ἀπὸ τὶς τρεῖς αὐτὲς προϋποθέσεις τηροῦμε; Ἀδαμάντινη βάση τῆς παιδαγωγικῆς τοῦ Γένους μας ἦταν τὸ νὰ διδάσκει κανεὶς «ἔργῳ καὶ λόγῳ καὶ οὐχὶ μόνον λόγῳ».
Μᾶς κατέφθασαν ὅμως ἀπὸ τὸ πνευματικὸ ὀστεοφυλάκιο τῆς Δύσης οἱ καταστρεπτικοὶ «μονοφυσιτισμοί», ἀποσυνδέθηκε ἡ πράξη ἀπὸ τὴν θεωρία, τὸ εὐαγγελικὸ «ὁ ποιήσας καὶ διδάξας» μπαζώθηκε ἀπὸ τοὺς δόλιους ψευτοανθρωπισμούς. Καὶ μπῆκαν μὲς στὶς τάξεις ἄνθρωποι μέτριοι, ἀνονήρευτοι. Ἔγινε τοῦ συρμοῦ ἡ τιποτοκρατία, ἡ προχειρότητα, ἡ λεγόμενη πολιτικὴ τῆς ἥσσονος προσπάθειας.
Ἀπὸ τὶς σχολὲς παραγωγῆς ἐκπαιδευτικῶν ἔβγαιναν (καὶ βγαίνουν) σωρηδὸν ἡμιμαθεῖς, φιλόϋλοι καὶ φυγόπονοι ἐκπαιδευτικοί, ἀνίδεοι γιὰ τὸ τεράστιο καὶ κρίσιμο ἔργο ποὺ καλοῦνται νὰ βαστάξουν.
Ὁ εὔκολος, ἄκοπος καὶ ἀνέλεγκτος διορισμὸς ἐπιδείνωσε τὴν κατάσταση. (Τώρα βέβαια τὰ πράγματα ἄλλαξαν.
Ἡ εὐκολοδιοριστία καὶ τὸ ρουσφέτι φαίνεται ὅτι τελείωσαν. Τὰ παιδιὰ λιώνουν στὰ θρανία γιὰ μεταπτυχιακά, διδακτορικὰ καὶ λοιπὰ χαρτιά.
Ἔλεγε ὁ Ἄγγλος ἱστορικὸς Τόϋνμπι: «Ἂν θέλεις νὰ καταστρέψεις ἕνα ἔθνος, νὰ ἐπιμηκύνεις τὰ παραγωγικὰ χρόνια τῆς νεολαίας του πίσω ἀπὸ τὰ θρανία». Εἶναι βαθὺς ὁ λόγος…).
Πρὶν φτάσουμε ὅμως στὸν ἐκπαιδευτικό της τάξης, προηγήθηκε τὸ ἔγκλημα ποὺ λέγεται ἅλωση τῶν σχολῶν ἀπὸ τοὺς λυσσαλέους ὑπηρέτες τοῦ πνευματικοῦ ὑποσιτισμοῦ: τοὺς ἐθνομηδενιστὲς καὶ τοὺς βλάσφημους ἐκκλησιομάχους. Ἔτσι φτάσαμε στοὺς μορφωμένους βαρβάρους ποὺ «τὴν ἐλευτεριά τους, τὴν ζωντανάδα τους, τὴ θέλησή τους, τὶς ἔχουν πλακώσει ἀνωφέλωτα βάρη, ποὺ τοὺς ἐζάρωσαν τὸ νοῦ καὶ τοὺς ἐμίκραιναν τὴν ψυχή, (σ.σ. πράγμα ποὺ ἀντανακλᾶ καὶ στὴν ψυχὴ τῶν μαθητῶν τους), γεμίζοντάς την μὲ μίαν ἀρρωστιάρικη ἀνησυχία γιὰ τὸ πῶς θὰ βγάλουν τὸ ψωμί τους μονάχα», γράφει ὁ Ἴων Δραγούμης στὸ «ὅσοι ζωντανοὶ» (σελ. 153, ἔκδ. «Δωδώνη»). Ἀλλὰ καὶ ὅσοι, πολλοὶ ποὺ εἶχαν μεράκι καὶ ζῆλο καὶ ἔβλεπαν τὸ κατρακύλισμα στοῦ κακοῦ τὴ σκάλα, ἀφοπλίστηκαν, ξεθώριασε μέσα τους ὁ ζῆλος, «χωρὶς περίσκεψιν, χωρὶς λύπην, χωρὶς αἰδῶ», κλείστηκαν μὲς στὰ τείχη τῆς μετριοκρατίας, συστηματοποιήθηκαν. Γράφει πάλι ὁ Ἴων στὸ προαναφερόμενο βιβλίο μίαν ἱστοριούλα γιὰ τὸ ἴδιο θέμα. Καὶ ὅλα λέγονται σὲ μία ἐποχὴ περίπου ὅμοια μὲ τὴν «σημερινὴ πανάθλια πραγματικότητα καὶ τὴν πολιτικὴ κατάντια τοῦ ἔθνους».
Λέει, λοιπόν, γιὰ τοὺς γραμματιζούμενους ἐκείνης τῆς ἐποχῆς πού, ὅταν εἶδαν πὼς ὁ ἀρχαῖος Ἑλληνισμὸς εἶχε πέραση στὴν Εὐρώπη, ρίχτηκαν στὴν ἀρχαιομανία, ἀφήνοντας ἀπότιστο «τὸ ὁλόδροσο δέντρο τῆς φυλῆς μας», ὅπως θὰ μᾶς ἔλεγε ὁ Κόντογλου. (Ἔτσι γίναμε γραικύλοι. Πιάσαμε τὶς χλαμύδες καὶ ἀφήσαμε τὸ «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»).
«Μία φορὰ ἕνας κουλὸς χωριάτης ἔφυγε ἀπὸ τὰ Γκράβαρα καὶ πῆρε τὴν τύχη του στὴν Ἀθήνα ζητιανεύοντας. Συγκινοῦσε τοὺς Ἀθηναίους ἡ καλοσύνη του καὶ τοῦ ἔδιναν οἱ σπλαχνικοὶ πεντάρες. Ἅμα γύρισε στὸ χωριό του, γέρος πιὰ καὶ μὲ κομπόδεμα, καὶ τοὺς διηγήθηκε πῶς ἐπλούτισε, ζήλεψαν οἱ χωριανοὶ καὶ τοὺς εἶδες ὅλους τότε νὰ καῖν τὰ χέρια τους, νὰ παραμορφώνουν τὰ κορμιά τους, νὰ γίνονται κουλοί, κουτσοί, στραβοὶ καὶ μουγγοὶ καὶ νὰ ζητιανεύουν στὴν Ἀθήνα. Ὥς που τοὺς κατάλαβαν οἱ Ἀθηναῖοι καὶ τοὺς ἔδιωξαν ὅλους τοὺς Γκραβαρίτες ἀπὸ τὴν Ἀθήνα μὲ τὶς κλοτσιές».
(Μία διδασκαλικὴ παρένθεση-ἐπεξήγηση. Τί νὰ κάνουμε; Δὲν μποροῦμε νὰ ἀποφύγουμε τὸν διδακτισμό. Τὰ Γκράβαρα ἢ Κράβαρα, ἦταν περιφέρεια τῆς Ναυπακτίας ἀποτελούμενη ἀπὸ δέκα χωριά. Τὰ χρόνια ἐκεῖνα οἱ κάτοικοι τῶν χωριῶν αὐτῶν ἐπιδίδονταν συστηματικὰ στὴν ἐπαιτεία, σ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Γιὰ νὰ προκαλοῦν τὸν οἶκτο καὶ τὴν λύπηση, στρέβλωναν μέλη τοῦ σώματός τους, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσωνυμία Γκραβαρίτης ἔγινε συνώνυμο τοῦ ζητιάνος. Αὐτὸ τὸ ἀπέδωσε ἀριστοτεχνικὰ ὁ Α. Καρκαβίτσας στὸν περίφημο «Ζητιάνο» του).
Διαβάζοντας τὴν ἱστορία τοῦ Δραγούμη, δὲν ἀποφεύγω τὸν πειρασμό, νὰ βάλω στὴ θέση τῶν Κραβαριτῶν, ἐμᾶς τοὺς εὐρωλιγούρηδες καὶ ἀντὶ τῶν Ἀθηναίων τοὺς «Εὐρωπαίγους» τοῦ Μακρυγιάννη.
Γίναμε τυφλοί, κουλοί, στρεβλωμένοι καί… πολυπολιτισμένοι, ἀπεκδυθήκαμε, ὡς ξεραμένο φιδόδερμα, τὸ ρωμαΐικο ἦθος, τὴν ἑλληνικὴ περπατησιά μας καὶ σπεύσαμε, ὡς χάσκακες, στὴν Ἀθήνα-Εὐρώπη «στὴν πόλη τῆς δουλοπαροικίας, καὶ τῶν πλουτοκρατῶν» καὶ δὲν μείναμε «εἰς τὴν ἔντιμον πενίαν μας διὰ νὰ μᾶς βοηθεῖ καὶ ὁ Θεός», ὅπως θὰ μᾶς ἔλεγε ταπεινὰ ὁ μεγάλος Σκιαθίτης. Καὶ τώρα μᾶς διώχνουν μὲ τὶς κλοτσιές.
Ἡ εὐρωπαϊκή μας περιπέτεια καὶ ἡ συνακόλουθη ἀσώτευση συνδυασμένη μὲ τὴν κομματικὴ ὀλιγόνοια καὶ τζογομαφιόζικη τακτικὴ μᾶς ἔφεραν στὴν κλωτσηδὸν ἐκδίωξη ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ οἰκογένεια. (Οἰκογένεια. Μαγαρίζουν καὶ «ἱερὲς» λέξεις οἱ ἀθεόφοβοι. Ἄκου «εὐρωπαϊκὴ οἰκογένεια»).
Τέλος πάντων. Ὁ λόγος ξεστράτισε. Τὸ θέμα μου ἦταν οἱ ἱερουργοὶ (ἢ ἀνασιουργοί;) τῆς Παιδείας. Θὰ ἐπανέλθω σὲ ἑπόμενο ἄρθρο, στηλιτεύοντας, ἀναξέοντας τὰ οἰκεῖα κακά, αὐτομαστιγούμενος. Γράφω καὶ δὲν λησμονῶ ποτὲ τὸν λόγο τοῦ Μακρυγιάννη:
«Κι ἂς μὲ συγχωρέσουνε κι ἐκεῖνοι ὅπου τοὺς λέγω τὰ κουσούρια τους. Ἔχουν κι αὐτεῖνοι τὸ δικαίωμα νὰ εἰποῦνε τὰ δικά μου, ὅ,τι ἔκαμα. Κι ὅταν λέγονται τὰ λάθη μας, τότε κάνουν λιγότερα οἱ μεταγενέστεροι καὶ γινόμαστε κι ἐμεῖς Ἔθνος».
Αὐτὴ ἡ λέξη «οἱ μεταγενέστεροι» του ἀειστένακτου, γιὰ τὸ καλό τῆς πίστης καὶ τῆς πατρίδος, Μακρυγιάννη, πρέπει νὰ μᾶς συγκλονίζει. Καὶ δὲν χρειάζεται ἀπόγνωση. «Ποτὲ δὲν εἶναι νωρίς», ἔλεγε ὁ Τσαρούχης.
«Τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὸ αὐτὶ θὰ τὴν πιάσουμε καὶ θὰ τὴν σώσουμε θέλει δὲ θέλει»
(Πλαστήρας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου